Anonymous

ὠκύπους: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠκύπους:''' ὁ, ἡ ή -πουν, τό, αιτ. αρσ. <i>ὠκύπουν</i>, Επικ. δοτ. πληθ. [[ὠκυπόδεσσι]] κ.λπ.· [[γοργοπόδαρος]], επίθ. που λέγεται για τα άλογα, σε Όμηρ.· ἱππικῶν [[ὠκύπους]] [[ἀγών]], σε Σοφ.· <i>κύνες</i>, σε Ευρ. κ.λπ.
|lsmtext='''ὠκύπους:''' ὁ, ἡ ή -πουν, τό, αιτ. αρσ. <i>ὠκύπουν</i>, Επικ. δοτ. πληθ. [[ὠκυπόδεσσι]] κ.λπ.· [[γοργοπόδαρος]], επίθ. που λέγεται για τα άλογα, σε Όμηρ.· ἱππικῶν [[ὠκύπους]] [[ἀγών]], σε Σοφ.· <i>κύνες</i>, σε Ευρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠκύπους:''' 2, gen. ποδος быстроногий, быстрый (ἵπποι Hom., Plut., Anth.; [[λαγώς]] Hes.; ἔλαφοι, ἱππικῶν [[ἀγών]] Soph.; κύνες, Μαιάδος [[γόνος]] = [[Ἑρμῆς]] Eur.).
}}
}}