δέσμα: Difference between revisions

nl
(3)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δέσμα:''' -ατος, τό ([[δέω]]),<br /><b class="num">I.</b> ποιητ. αντί [[δεσμός]], [[δεσμά]], αλυσίδες, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> το [[διάδημα]] του κεφαλιού, [[ταινία]] που δένεται στο [[κεφάλι]], [[κεφαλόδεσμος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''δέσμα:''' -ατος, τό ([[δέω]]),<br /><b class="num">I.</b> ποιητ. αντί [[δεσμός]], [[δεσμά]], αλυσίδες, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> το [[διάδημα]] του κεφαλιού, [[ταινία]] που δένεται στο [[κεφάλι]], [[κεφαλόδεσμος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elnl
|elnltext=δέσμα -ατος, τό [δέω] boei, keten. band:. ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα zij wierp haar glanzende haarbanden van haar hoofd Il. 22.468.
}}
}}