3,253,944
edits
(9) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δέσμα]], το (Α) [[δω]]<br />(συνήθ. πληθ.) <i>δέσματα</i><br />α) τα [[δεσμά]]<br />β) οι κεφαλόδεσμοι. | |mltxt=[[δέσμα]], το (Α) [[δω]]<br />(συνήθ. πληθ.) <i>δέσματα</i><br />α) τα [[δεσμά]]<br />β) οι κεφαλόδεσμοι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δέσμα:''' -ατος, τό ([[δέω]]),<br /><b class="num">I.</b> ποιητ. αντί [[δεσμός]], [[δεσμά]], αλυσίδες, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> το [[διάδημα]] του κεφαλιού, [[ταινία]] που δένεται στο [[κεφάλι]], [[κεφαλόδεσμος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |