παραχωρητέον: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραχωρητέον:''' ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να υποχωρήσει, σε Ξεν.
|lsmtext='''παραχωρητέον:''' ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να υποχωρήσει, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=παραχωρητέον, adj. verb. van παραχωρέω, er moet afstand gedaan worden van, met gen.
}}
}}