παρασιτικός: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρασῑτῐκός:''' -ή, -όν, αυτός που ταιριάζει σε <i>παράσιτον</i>· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[ιδιότητα]] του <i>παρασίτου</i>, [[κολακεία]], σε Λουκ.
|lsmtext='''παρασῑτῐκός:''' -ή, -όν, αυτός που ταιριάζει σε <i>παράσιτον</i>· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[ιδιότητα]] του <i>παρασίτου</i>, [[κολακεία]], σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρασιτικός -ή -όν [παράσιτος] van een parasiet; subst. ἡ\n παρασιτική ( sc. τέχνη ) vak van parasiet.
}}
}}