παρασιτικός
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
παρασιτική, παρασιτικόν, of a παράσιτος: ἡ παρασιτική (τέχνη) the trade of a παράσιτος, toad-eating, ib.4; in full, Ath.6.240b.
German (Pape)
[Seite 498] ή, όν, zur Schmarotzerei oder zum Schmarotzer gehörig; τέχνη, die Schmarotzerkunst, Ath. VI, 240 c; Luc. Paras. oft.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui concerne les parasites ou le métier de parasite.
Étymologie: παράσιτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρασιτικός -ή -όν [παράσιτος] van een parasiet; subst. ἡ παρασιτική (sc. τέχνη) vak van parasiet.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παρασιτικός, -ή, -όν, ΝΑ παράσιτος
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παράσιτο ή έχει χαρακτήρα παρασίτου («παρασιτικός βίος»)
2. αυτός που οφείλεται σε παράσιτα
3. φρ. «παρασιτική νόσος» και «παρασιτική ασθένεια»
ιατρ. νόσος που προκαλείται από παράσιτο, παρασίτωση
4. γραμμ. «παρασιτικό φώνημα» — ο συνοδίτης ή βοηθητικός φθόγγος που επεντίθεται για διευκόλυνση της προφοράς, όπως λ.χ. καπνός > καπ(ι)νός
5. βιολ. «παρασιτικός ευνουχισμός» — διακοπή της ανάπτυξης και της λειτουργίας τών αναπαραγωγικών οργάνων του ξενιστή, ατροφία τών γονάδων του ή ακόμη και τροποποίηση τών δευτερευόντων φυλετικών χαρακτηριστικών του, η οποία οδηγεί στην εμφάνιση μεσοφυλίας, ως άλλη μορφή επιβλαβούς επίδρασης τών παρασίτων
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ παρασιτική
(ενν. τέχνη) η συνήθεια του παρασίτου, το να σιτίζεται κανείς από το τραπέζι άλλου, παρασιτισμός.
επίρρ...
παρασιτικώς και -ά
κατά τρόπο που αρμόζει σε παράσιτο, εις βάρος άλλου («ζει παρασιτικά»).
Greek Monotonic
παρασῑτῐκός: -ή, -όν, αυτός που ταιριάζει σε παράσιτον· ἡ -κή (ενν. τέχνη), η ιδιότητα του παρασίτου, κολακεία, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παρασῑτῐκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς παράσιτον· - ἡ παρασιτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), τὸ ἐπάγγελμα τοῦ παρασίτου, τὸ σιτεῖσθαι ἐκ τῆς τραπέζης ἑτέρου, Λουκ. Παράσ. 4, Ἀθήν. 240Β· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
Middle Liddell
παρασῑτῐκός, ή, όν
of a παράσιτος: ἡ -κή (sc. τέχνἠ, the trade of a παράσιτος, toad-eating, Luc. [from παράσῑτος]