3,277,002
edits
(32) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῶδες, ΜΑ [[πλάνη]]<br /><b>μτφ.</b> [[ασταθής]], [[αβέβαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιφέρεται εδώ κι [[εκεί]], ο περιπλανώμενος<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για πυρετούς) αυτός που εμφανίζεται σε ακανόνιστους παροξυσμούς<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] για επιδέσμους και για τη [[μήτρα]]) αυτός που εύκολα κινείται ή διολισθαίνει. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλανωδῶς</i> Α<br />με πλανώδη τρόπο. | |mltxt=-ῶδες, ΜΑ [[πλάνη]]<br /><b>μτφ.</b> [[ασταθής]], [[αβέβαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιφέρεται εδώ κι [[εκεί]], ο περιπλανώμενος<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για πυρετούς) αυτός που εμφανίζεται σε ακανόνιστους παροξυσμούς<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] για επιδέσμους και για τη [[μήτρα]]) αυτός που εύκολα κινείται ή διολισθαίνει. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλανωδῶς</i> Α<br />με πλανώδη τρόπο. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλανώδης -ες [πλάνη] instabiel, beweeglijk (van gewrichten, van verbandmateriaal). Hp. onregelmatig (van koorts). Hp. | |||
}} | }} |