3,274,216
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προίξ:''' [[προικός]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δώρο]], [[δωρεά]], <i>προικὸς γεύσασθαι</i>, [[γεύομαι]] ένα [[δώρο]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>προικὸς χαρίσασθαι</i>, [[χαρίζω]] [[προίκα]] ([[προικός]] είναι στη γεν. pretii), στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μερίδιο]] που αποδίδεται στους γάμους, [[προίκα]], σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> οι Αττ. χρησιμ. την αιτ. [[προῖκα]] ως επίρρ., όπως το [[δωρεά]], ελεύθερη [[δωρεά]], [[χάρισμα]], [[πράγμα]] διδόμενο [[άνευ]] κόστους, Λατ. [[gratis]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· [[προῖκα]] κρίνειν, [[χωρίς]] [[προίκα]], [[χωρίς]] [[δώρο]], σε Δημ. | |lsmtext='''προίξ:''' [[προικός]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δώρο]], [[δωρεά]], <i>προικὸς γεύσασθαι</i>, [[γεύομαι]] ένα [[δώρο]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>προικὸς χαρίσασθαι</i>, [[χαρίζω]] [[προίκα]] ([[προικός]] είναι στη γεν. pretii), στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μερίδιο]] που αποδίδεται στους γάμους, [[προίκα]], σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> οι Αττ. χρησιμ. την αιτ. [[προῖκα]] ως επίρρ., όπως το [[δωρεά]], ελεύθερη [[δωρεά]], [[χάρισμα]], [[πράγμα]] διδόμενο [[άνευ]] κόστους, Λατ. [[gratis]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· [[προῖκα]] κρίνειν, [[χωρίς]] [[προίκα]], [[χωρίς]] [[δώρο]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προίξ προικός, ἡ [πρό, ~ ἵκω] geschenk, bruidschat:; προῖκα διδόναι τρία τάλαντα als bruidschat drie talenten geven Men. Dysc. 843; gen. adv. προικός en acc. adv. προῖκα gratis. | |||
}} | }} |