3,277,301
edits
(21) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοκκύμηλον]], τὸ (Α)<br />το [[δαμάσκηνο]] («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππών).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σημασιολογικώς συνδέεται με τη λ. [[κόκκος]], ενώ το -<i>υ</i>- υποδηλώνει παρετυμολογική [[συσχέτιση]] της λ. με το [[κόκκυξ]]. Στον σχηματισμό του συνθέτου [[κοκκύμηλον]] επέδρασε πιθ. το σύνθετο <i>κοδύ</i>-<i>μαλον</i> (<b>βλ.</b> [[κυδώνι]]]. | |mltxt=[[κοκκύμηλον]], τὸ (Α)<br />το [[δαμάσκηνο]] («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππών).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σημασιολογικώς συνδέεται με τη λ. [[κόκκος]], ενώ το -<i>υ</i>- υποδηλώνει παρετυμολογική [[συσχέτιση]] της λ. με το [[κόκκυξ]]. Στον σχηματισμό του συνθέτου [[κοκκύμηλον]] επέδρασε πιθ. το σύνθετο <i>κοδύ</i>-<i>μαλον</i> (<b>βλ.</b> [[κυδώνι]]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[plum]] (Archil.)<br />Derivatives: <b class="b3">κοκκυμηλέα</b> f. <b class="b2">plum-tree</b> (Arar. Com., Thphr.), <b class="b3">-μηλών</b> m. <b class="b2">plum-garden</b> (Gloss.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Connection zu <b class="b3">κόκκος</b> seems probable given the facts ("Kernobst" Schrader-Nehring Reallex. 2, 182); <b class="b3">-υ-</b> would be folk-etymological after <b class="b3">κόκκυξ</b>, though there is no further motivation; cf. Strömberg Pflanzennamen 73. Note <b class="b3">κοδύ-μαλον</b> (s. [[κυδώνια]]). Could be Pre-Greek. | |||
}} | }} |