Anonymous

κοκκύμηλον: Difference between revisions

From LSJ
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />prune, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κόκκυξ]], [[μῆλον]]².
|btext=ου (τό) :<br />prune, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κόκκυξ]], [[μῆλον]]².
}}
{{grml
|mltxt=[[κοκκύμηλον]], τὸ (Α)<br />το [[δαμάσκηνο]] («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππών).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σημασιολογικώς συνδέεται με τη λ. [[κόκκος]], ενώ το -<i>υ</i>- υποδηλώνει παρετυμολογική [[συσχέτιση]] της λ. με το [[κόκκυξ]]. Στον σχηματισμό του συνθέτου [[κοκκύμηλον]] επέδρασε πιθ. το σύνθετο <i>κοδύ</i>-<i>μαλον</i> (<b>βλ.</b> [[κυδώνι]]].
}}
}}