ἐττημένος: Difference between revisions

1b
(14)
(1b)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐττημένος]], -η, -ον (Α)<br />αυτός που έχει κοσκινιστεί, ο κοσκινισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. -<i>ττάω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τFάyω</i>) που απαντά μόνο εν συνθέσει, <b>[[πρβλ]].</b> [[διαττώ]]].
|mltxt=[[ἐττημένος]], -η, -ον (Α)<br />αυτός που έχει κοσκινιστεί, ο κοσκινισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. -<i>ττάω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τFάyω</i>) που απαντά μόνο εν συνθέσει, <b>[[πρβλ]].</b> [[διαττώ]]].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[διαττάω]].
}}
}}