ἐττημένος

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐττημένος Medium diacritics: ἐττημένος Low diacritics: εττημένος Capitals: ΕΤΤΗΜΕΝΟΣ
Transliteration A: ettēménos Transliteration B: ettēmenos Transliteration C: ettimenos Beta Code: e)tthme/nos

English (LSJ)

η, ον, perf. part. Pass. of *ττάω (cf. διαττάω), sifted, Pherecr. 211; ἐττησμένα Hsch.

Greek Monolingual

ἐττημένος, -η, -ον (Α)
αυτός που έχει κοσκινιστεί, ο κοσκινισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. -ττάω (< τFάyω) που απαντά μόνο εν συνθέσει, πρβλ. διαττώ].

Frisk Etymological English

See also: s. διαττάω.

Frisk Etymology German

ἐττημένος: {ettēménos}
Meaning: gesiebt
See also: s. διαττάω.
Page 1,584