3,277,055
edits
(19) |
(2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καρώ]], ἡ (Α)<br />το [[φυτό]] [[κάρον]], το [[κύμινο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. αποτελεί [[άλλο]] τ. της λ. [[κάρον]] και πιθ. παράγεται από τη λ. <i>κάρ</i> «[[ψείρα]]», λόγω της ομοιότητας του σπόρου του φυτού [[κάρον]] με την [[ψείρα]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], παράγεται από τη λ. [[κάρα]] «[[κεφαλή]]»].———————— <b>(II)</b><br />[[καρώ]], -όω (Α)<br />(η μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>oἱ καρούσαντες</i><br />αυτοί που κάνουν την [[εκτίμηση]] κάποιου πράγματος, οι εκτιμητές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].———————— <b>(III)</b><br />καρῶ, -όω (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καρώνω]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[καρώ]], ἡ (Α)<br />το [[φυτό]] [[κάρον]], το [[κύμινο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. αποτελεί [[άλλο]] τ. της λ. [[κάρον]] και πιθ. παράγεται από τη λ. <i>κάρ</i> «[[ψείρα]]», λόγω της ομοιότητας του σπόρου του φυτού [[κάρον]] με την [[ψείρα]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], παράγεται από τη λ. [[κάρα]] «[[κεφαλή]]»].———————— <b>(II)</b><br />[[καρώ]], -όω (Α)<br />(η μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>oἱ καρούσαντες</i><br />αυτοί που κάνουν την [[εκτίμηση]] κάποιου πράγματος, οι εκτιμητές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].———————— <b>(III)</b><br />καρῶ, -όω (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καρώνω]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">cummin, Carum carvi</b> (Dsc., Gal., Orib.); <b class="b3">καρωτόν</b> n. [[carrot]] (Ath. 9,371e?; uncertain); Lat. [[carota]] (Apic.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: A form of the word <b class="b3">κάρον</b>. From <b class="b3">κάρα</b>, <b class="b3">-η</b> [[head]] as <b class="b3">κεφαλωτόν</b> name of an onion from <b class="b3">κεφαλή</b> (thus Bq). The form in <b class="b3">-ώ</b> seems Pre-Greek. | |||
}} | }} |