λέγνον: Difference between revisions

2
(22)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λέγνον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> η έγχρωμη [[παρυφή]] του ιματίου που [[είναι]] παράλληλη με την [[ούγια]]<br /><b>2.</b> τα [[άκρα]] της μήτρας, τα χείλη της («τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[λέγνον]] και ο παρλλ. τ. [[λέγνη]] (<b>Ησύχ.</b>) [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι συνδέονται με αρχ. ινδ. <i>lagati</i>, <i>lagna</i>- «προσκολλώμαι»].
|mltxt=[[λέγνον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> η έγχρωμη [[παρυφή]] του ιματίου που [[είναι]] παράλληλη με την [[ούγια]]<br /><b>2.</b> τα [[άκρα]] της μήτρας, τα χείλη της («τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[λέγνον]] και ο παρλλ. τ. [[λέγνη]] (<b>Ησύχ.</b>) [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι συνδέονται με αρχ. ινδ. <i>lagati</i>, <i>lagna</i>- «προσκολλώμαι»].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n. (<b class="b3">-νη</b> f.)<br />Meaning: <b class="b2">cloured edging, of a cloth</b> (Poll., H., sch.), also of the side of the womb (Hp.).<br />Derivatives: <b class="b3">λεγνωτός</b> <b class="b2">provided w. λ.</b> (Call., Nic.), <b class="b3">λεγνώδεις ποικίλας</b>, <b class="b3">λεγνῶσαι ποικῖλαι</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: No etymology. The connection with Skt. [[lagati]], <b class="b2">lagna-</b> (ep.) <b class="b2">stick fast, adhere to</b> (Prellwitz) is defended by WP. 2, 714 referring to Lat. [[limbus]] <b class="b2">edging of cloth</b> beside Skt. <b class="b2">lámbate</b> <b class="b2">hang of, hang on</b>. - Perh. Pre-Greek.
}}
}}