3,258,246
edits
(6_21) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λέγνον''': τό, ἡ παρυφὴ τοῦ ἱματίου παράλληλον τῇ ᾤα, «οὔγιᾳ», «λέγνα δὲ τὰ ἐν τῷ ἱματίῳ ἑκατέρου μέρους» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 62 (κοινῶς λίγνα)· «λέγνα· τὸ ἔσχατον» Ἡσύχ. 2) τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης, τὰ [[ἄκρα]], χείλη τῆς μήτρας, Ἱππ. 656, 10. | |lstext='''λέγνον''': τό, ἡ παρυφὴ τοῦ ἱματίου παράλληλον τῇ ᾤα, «οὔγιᾳ», «λέγνα δὲ τὰ ἐν τῷ ἱματίῳ ἑκατέρου μέρους» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 62 (κοινῶς λίγνα)· «λέγνα· τὸ ἔσχατον» Ἡσύχ. 2) τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης, τὰ [[ἄκρα]], χείλη τῆς μήτρας, Ἱππ. 656, 10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λέγνον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> η έγχρωμη [[παρυφή]] του ιματίου που [[είναι]] παράλληλη με την [[ούγια]]<br /><b>2.</b> τα [[άκρα]] της μήτρας, τα χείλη της («τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[λέγνον]] και ο παρλλ. τ. [[λέγνη]] (<b>Ησύχ.</b>) [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι συνδέονται με αρχ. ινδ. <i>lagati</i>, <i>lagna</i>- «προσκολλώμαι»]. | |||
}} | }} |