3,274,216
edits
(6_10) |
m (Text replacement - "" to "·") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔρση''': ἡ, Ἐπικ. [[ἐέρση]]· Δωρικ. ἔερσα, Πινδ. Ν. 3. 135· ἔρσα, Ἀλκμὰν 32, Θεόκρ. 20. 16. Ἀρχαία ποιητ. [[λέξις]], [[δρόσος]], Ἰλ. Ψ. 598, κτλ.· [[τεθαλυῖα]] [[ἐέρση]], [[ἄφθονος]] [[δρόσος]] Ὀδ. Ν. 245· [[οὕτως]], [[θῆλυς]] [[ἐέρση]], «[[θῆλυς]] δὲ ἡ θρεπτικὴ τῶν φυτῶν... ποιητικῶς δὲ εἶπε τὸ [[θῆλυς]] κτλ.» (Εὐστ.), Ε 467, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 395· ἐν τῷ πληθ., ψεκάδες βροχῆς, κατὰ δ’ [[ὑψόθεν]] ἧκεν ἐέρσας αἵματι μυδαλέας Ἰλ. Λ. 53· στιλπνά! δ’ ἀπέπιπτον ἔερσαι (δηλ. τῆς νεφέλης) Ξ. 351· χλωραῖς ἐέρσαις Πινδ. Ν. 8. 69: - [[καθόλου]] ἐπὶ παντὸς ὑγροῦ, καὶ [[λείριον]] [[ἄνθεμον]] ποντίας ὑφελοῖσ’ ἐέρσας, ὑφελοῦσα αὐτὸ ἐκ τῆς ποντίας δρόσου, δηλ. τῆς θαλάσσης, περὶ κοραλλίου, [[αὐτόθι]] 7. 116, πρβλ. Γ. 135· γλυκερὴ [[ἐέρση]], ἐπὶ τοῦ μέλιτος, Ἡσ. Θ. 83. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Ι. 222, χωρὶς αὖθ’ ἔρσαι (τὸ μόνον [[χωρίον]] [[ἔνθα]] ὁ Ὅμ. ἔχει τοῦτον τὸν τύπον), μεταφ. ἐπὶ νέων καὶ τρυφερῶν ζῴων˙ οὕτω παρ’ Αἰσχύλ. τὰ νέα ζῷα καλοῦνται δρόσοι, παρ’ Αἰλιαν. (π. Ζ. 7. 47) ψάκαλοι˙ πρβλ. [[βρέφος]], [[μέτασσαι]]. (Ἐκ τῆς √ϜΕΡΣ, ὡς ἀποδεικνύουσιν οἱ Ὁμ. τύποι ἐέρση, ἐερσήεις˙ πρβλ. Σανσκρ. varsh, varsh-ati (pluit), varsh-as (pluvia)˙ [[ἴσως]] δὲ καὶ ras-as ([[νοτίς]], ὑγρόν)˙ Λατ. | |lstext='''ἔρση''': ἡ, Ἐπικ. [[ἐέρση]]· Δωρικ. ἔερσα, Πινδ. Ν. 3. 135· ἔρσα, Ἀλκμὰν 32, Θεόκρ. 20. 16. Ἀρχαία ποιητ. [[λέξις]], [[δρόσος]], Ἰλ. Ψ. 598, κτλ.· [[τεθαλυῖα]] [[ἐέρση]], [[ἄφθονος]] [[δρόσος]] Ὀδ. Ν. 245· [[οὕτως]], [[θῆλυς]] [[ἐέρση]], «[[θῆλυς]] δὲ ἡ θρεπτικὴ τῶν φυτῶν... ποιητικῶς δὲ εἶπε τὸ [[θῆλυς]] κτλ.» (Εὐστ.), Ε 467, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 395· ἐν τῷ πληθ., ψεκάδες βροχῆς, κατὰ δ’ [[ὑψόθεν]] ἧκεν ἐέρσας αἵματι μυδαλέας Ἰλ. Λ. 53· στιλπνά! δ’ ἀπέπιπτον ἔερσαι (δηλ. τῆς νεφέλης) Ξ. 351· χλωραῖς ἐέρσαις Πινδ. Ν. 8. 69: - [[καθόλου]] ἐπὶ παντὸς ὑγροῦ, καὶ [[λείριον]] [[ἄνθεμον]] ποντίας ὑφελοῖσ’ ἐέρσας, ὑφελοῦσα αὐτὸ ἐκ τῆς ποντίας δρόσου, δηλ. τῆς θαλάσσης, περὶ κοραλλίου, [[αὐτόθι]] 7. 116, πρβλ. Γ. 135· γλυκερὴ [[ἐέρση]], ἐπὶ τοῦ μέλιτος, Ἡσ. Θ. 83. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Ι. 222, χωρὶς αὖθ’ ἔρσαι (τὸ μόνον [[χωρίον]] [[ἔνθα]] ὁ Ὅμ. ἔχει τοῦτον τὸν τύπον), μεταφ. ἐπὶ νέων καὶ τρυφερῶν ζῴων˙ οὕτω παρ’ Αἰσχύλ. τὰ νέα ζῷα καλοῦνται δρόσοι, παρ’ Αἰλιαν. (π. Ζ. 7. 47) ψάκαλοι˙ πρβλ. [[βρέφος]], [[μέτασσαι]]. (Ἐκ τῆς √ϜΕΡΣ, ὡς ἀποδεικνύουσιν οἱ Ὁμ. τύποι ἐέρση, ἐερσήεις˙ πρβλ. Σανσκρ. varsh, varsh-ati (pluit), varsh-as (pluvia)˙ [[ἴσως]] δὲ καὶ ras-as ([[νοτίς]], ὑγρόν)˙ Λατ. ros· ὁ Pott ὑποδεικνύει [[ὡσαύτως]] σχέσιν τινὰ [[μετὰ]] τοῦ [[δρόσος]]). - Καθ’ Ἡσύχ. «ἔρσαι˙ οἱ ἐν τῷ χειμῶνι γινόμενοι ἔριφοι, καὶ τὰ ἁπαλὰ τῶν προβάτων, καὶ αἱ δρόσοι», καὶ [[ἔρση]]˙ [[δρόσος]]. [[νοτία]]. ὁμίχλη». | ||
}} | }} |