ἔρση
Greek (Liddell-Scott)
ἔρση: ἡ, Ἐπικ. ἐέρση· Δωρικ. ἔερσα, Πινδ. Ν. 3. 135· ἔρσα, Ἀλκμὰν 32, Θεόκρ. 20. 16. Ἀρχαία ποιητ. λέξις, δρόσος, Ἰλ. Ψ. 598, κτλ.· τεθαλυῖα ἐέρση, ἄφθονος δρόσος Ὀδ. Ν. 245· οὕτως, θῆλυς ἐέρση, «θῆλυς δὲ ἡ θρεπτικὴ τῶν φυτῶν... ποιητικῶς δὲ εἶπε τὸ θῆλυς κτλ.» (Εὐστ.), Ε 467, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 395· ἐν τῷ πληθ., ψεκάδες βροχῆς, κατὰ δ’ ὑψόθεν ἧκεν ἐέρσας αἵματι μυδαλέας Ἰλ. Λ. 53· στιλπνά! δ’ ἀπέπιπτον ἔερσαι (δηλ. τῆς νεφέλης) Ξ. 351· χλωραῖς ἐέρσαις Πινδ. Ν. 8. 69: - καθόλου ἐπὶ παντὸς ὑγροῦ, καὶ λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ’ ἐέρσας, ὑφελοῦσα αὐτὸ ἐκ τῆς ποντίας δρόσου, δηλ. τῆς θαλάσσης, περὶ κοραλλίου, αὐτόθι 7. 116, πρβλ. Γ. 135· γλυκερὴ ἐέρση, ἐπὶ τοῦ μέλιτος, Ἡσ. Θ. 83. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Ι. 222, χωρὶς αὖθ’ ἔρσαι (τὸ μόνον χωρίον ἔνθα ὁ Ὅμ. ἔχει τοῦτον τὸν τύπον), μεταφ. ἐπὶ νέων καὶ τρυφερῶν ζῴων˙ οὕτω παρ’ Αἰσχύλ. τὰ νέα ζῷα καλοῦνται δρόσοι, παρ’ Αἰλιαν. (π. Ζ. 7. 47) ψάκαλοι˙ πρβλ. βρέφος, μέτασσαι. (Ἐκ τῆς √ϜΕΡΣ, ὡς ἀποδεικνύουσιν οἱ Ὁμ. τύποι ἐέρση, ἐερσήεις˙ πρβλ. Σανσκρ. varsh, varsh-ati (pluit), varsh-as (pluvia)˙ ἴσως δὲ καὶ ras-as (νοτίς, ὑγρόν)˙ Λατ. ros· ὁ Pott ὑποδεικνύει ὡσαύτως σχέσιν τινὰ μετὰ τοῦ δρόσος). - Καθ’ Ἡσύχ. «ἔρσαι˙ οἱ ἐν τῷ χειμῶνι γινόμενοι ἔριφοι, καὶ τὰ ἁπαλὰ τῶν προβάτων, καὶ αἱ δρόσοι», καὶ ἔρση˙ δρόσος. νοτία. ὁμίχλη».
Mantoulidis Etymological
(=δροσιά), ἐπικ. ἐέρση καί ἐερσήεις (=δροσερός). Ἴσως ἀπό τό ἄρδω.