ξυλεύω: Difference between revisions

No change in size ,  6 January 2019
m
Text replacement - "˙" to "·"
(27)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλεύω''': [[κόπτω]] ἢ [[συλλέγω]] ξύλα, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2561b. 81˙ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 123, πρβλ. Ἡσύχ.
|lstext='''ξῠλεύω''': [[κόπτω]] ἢ [[συλλέγω]] ξύλα, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2561b. 81· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 123, πρβλ. Ἡσύχ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ξυλεύω]]) [[ξύλον]]<br />(συν. το μέσ) [[ξυλεύομαι]]<br />[[κόβω]] και [[συλλέγω]] ξύλα, [[δενδροκοπώ]] («δρυός πεσούσης πᾱς [[ἀνήρ]] ξυλεύεται» — αυτός που χάνει τη [[δύναμη]] του γίνεται [[αντικείμενο]] εκμετάλλευσης από οποιονδήποτε<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προμηθεύομαι]] ξύλα.
|mltxt=(Α [[ξυλεύω]]) [[ξύλον]]<br />(συν. το μέσ) [[ξυλεύομαι]]<br />[[κόβω]] και [[συλλέγω]] ξύλα, [[δενδροκοπώ]] («δρυός πεσούσης πᾱς [[ἀνήρ]] ξυλεύεται» — αυτός που χάνει τη [[δύναμη]] του γίνεται [[αντικείμενο]] εκμετάλλευσης από οποιονδήποτε<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προμηθεύομαι]] ξύλα.
}}
}}