3,273,773
edits
(27) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξῠλεύω''': [[κόπτω]] ἢ [[συλλέγω]] ξύλα, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2561b. | |lstext='''ξῠλεύω''': [[κόπτω]] ἢ [[συλλέγω]] ξύλα, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2561b. 81· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 123, πρβλ. Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ξυλεύω]]) [[ξύλον]]<br />(συν. το μέσ) [[ξυλεύομαι]]<br />[[κόβω]] και [[συλλέγω]] ξύλα, [[δενδροκοπώ]] («δρυός πεσούσης πᾱς [[ἀνήρ]] ξυλεύεται» — αυτός που χάνει τη [[δύναμη]] του γίνεται [[αντικείμενο]] εκμετάλλευσης από οποιονδήποτε<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προμηθεύομαι]] ξύλα. | |mltxt=(Α [[ξυλεύω]]) [[ξύλον]]<br />(συν. το μέσ) [[ξυλεύομαι]]<br />[[κόβω]] και [[συλλέγω]] ξύλα, [[δενδροκοπώ]] («δρυός πεσούσης πᾱς [[ἀνήρ]] ξυλεύεται» — αυτός που χάνει τη [[δύναμη]] του γίνεται [[αντικείμενο]] εκμετάλλευσης από οποιονδήποτε<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προμηθεύομαι]] ξύλα. | ||
}} | }} |