3,273,076
edits
(3b) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰκέτης''': -ου, ὁ, ([[οἰκέω]]) [[δοῦλος]] τῆς οἰκίας, [[ὑπηρέτης]], Ἡρόδ. 6. 137., 7. 170, Αἰσχύλ. Χο. 737, Ἀντιφῶν 114. 33, Θουκ. 2. | |lstext='''οἰκέτης''': -ου, ὁ, ([[οἰκέω]]) [[δοῦλος]] τῆς οἰκίας, [[ὑπηρέτης]], Ἡρόδ. 6. 137., 7. 170, Αἰσχύλ. Χο. 737, Ἀντιφῶν 114. 33, Θουκ. 2. 4· οἰκ. [[δημόσιος]] τῆς πόλεως Αἰσχίν. 8.27· - ἀλλὰ παρ’ Ἡροδ. οἱ οἰκέται, Λατ. familia, ἡ οἰκογένεια, αἱ ἐν τῇ οἰκίᾳ γυναῖκες καὶ τὰ τέκνα, 8. 4, 106, 142· οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. Τρ. 908, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 2· [[ἐντεῦθεν]] ἀντίθετον τῷ δοῦλοι, Πλάτ. Νόμ. 763Α, 777Α, 853Ε· [[δοῦλος]] μεῖζον οἰκέτου φρονῶν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 255· διαφέρειν φησὶ ... δοῦλον οἰκέτου, διὰ τὸ τοὺς ἀπελευθέρους μὲν δούλους ἔτι [[εἶναι]], οἰκέτας δὲ τοὺς μὴ τῆς κτήσεως ἀφειμένους Ἀθήν. 267Β, πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. 644· ἀλλὰ [[συχν]]. συνών. τῷ [[δοῦλος]], Ἀριστ. Πολιτ. 1. 2, 5, κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |