οἰκειόω: Difference between revisions

m
Text replacement - "˙" to "·"
(3b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκειόω''': Ἰων, οἰκηιόω, [[κάμνω]] τι ἢ τινὰ οἰκεῖον, ([[οἰκεῖος]] ΙΙΙ). 1) [[κάμνω]] τινὰ φίλον μου, ἀντίθετον τῷ ἀλλοτριόω, Θουκ. 3. 65. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ., 1) μετ’ αἰτ. προσ. [[κάμνω]] τινὰ φίλον μου, κτῶμαι τὴν εὔνοιαν ἢ ἀγάπην τινός, Ἡρόδ. 4. 148, Πλάτ. Νόμ. 738D· οὐκ ᾠκειώσατο πρὸς αὐτὸν Πλουτ. Ὄθων οἰκ. τὸν δῆμον λόγῳ Διον. Ἁλ. 9. 44˙ - Παθ., [[γίνομαι]] φίλος, ἀντίθετ. τῷ πολεμοῦμαι, Θουκ. 1. 36, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17, 13. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[κάμνω]] τι ἴδιόν μου, ἀπαιτῶ ὡς ἴδιόν μου [[πρᾶγμα]], οἰκειοποιοῦμαι, τὴν Ἀσίην οἰκηιεῦνται οἱ Πέρσαι Ἡρόδ. 1. τούτων τὴν ἐξεύρεσιν οὐκ οἰκηιεῦνται Λυδοὶ [[αὐτόθι]] 94˙ [[οὕτως]], Αἰγύπτιοι οἰκηιεῦνται Καμβύσεα, θεωροῦσιν ὡς ἀνήκοντα εἰς ἑαυτούς, ὁ αὐτ. 3. ἅπαντα τὰ ἐν πόλει οἰκειοῦσθαι, οἰκειοποιεῖσθαι, Πλάτ. Πολ. 466C· σχεδὸν ὡς τὸ [[σφετερίζω]], ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 843Ε. 3) [[καθόλου]], [[προσαρμόζω]], τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπὸν Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 16˙ τὴν πραγματείαν ἡμῶν ... πρὸς ἓν γένος ἀκροατῶν οἰκεοῦσθαι Πολύβ, 9. 1, 2. - Παθ., [[γίνομαι]] [[οἰκεῖος]] ἢ ἑνοῦμαι στενῶς, ἰσχυρῶς, ταῖς ψυχαῖς Πλάτ. Πρωτ. 326Β, πρβλ. Παρμ. 128Α˙ οἱ ᾠκειωμένοι φυσιολογίᾳ Διογ. Λ. 10. 37.
|lstext='''οἰκειόω''': Ἰων, οἰκηιόω, [[κάμνω]] τι ἢ τινὰ οἰκεῖον, ([[οἰκεῖος]] ΙΙΙ). 1) [[κάμνω]] τινὰ φίλον μου, ἀντίθετον τῷ ἀλλοτριόω, Θουκ. 3. 65. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ., 1) μετ’ αἰτ. προσ. [[κάμνω]] τινὰ φίλον μου, κτῶμαι τὴν εὔνοιαν ἢ ἀγάπην τινός, Ἡρόδ. 4. 148, Πλάτ. Νόμ. 738D· οὐκ ᾠκειώσατο πρὸς αὐτὸν Πλουτ. Ὄθων οἰκ. τὸν δῆμον λόγῳ Διον. Ἁλ. 9. 44· - Παθ., [[γίνομαι]] φίλος, ἀντίθετ. τῷ πολεμοῦμαι, Θουκ. 1. 36, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17, 13. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[κάμνω]] τι ἴδιόν μου, ἀπαιτῶ ὡς ἴδιόν μου [[πρᾶγμα]], οἰκειοποιοῦμαι, τὴν Ἀσίην οἰκηιεῦνται οἱ Πέρσαι Ἡρόδ. 1. τούτων τὴν ἐξεύρεσιν οὐκ οἰκηιεῦνται Λυδοὶ [[αὐτόθι]] 94· [[οὕτως]], Αἰγύπτιοι οἰκηιεῦνται Καμβύσεα, θεωροῦσιν ὡς ἀνήκοντα εἰς ἑαυτούς, ὁ αὐτ. 3. ἅπαντα τὰ ἐν πόλει οἰκειοῦσθαι, οἰκειοποιεῖσθαι, Πλάτ. Πολ. 466C· σχεδὸν ὡς τὸ [[σφετερίζω]], ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 843Ε. 3) [[καθόλου]], [[προσαρμόζω]], τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπὸν Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 16· τὴν πραγματείαν ἡμῶν ... πρὸς ἓν γένος ἀκροατῶν οἰκεοῦσθαι Πολύβ, 9. 1, 2. - Παθ., [[γίνομαι]] [[οἰκεῖος]] ἢ ἑνοῦμαι στενῶς, ἰσχυρῶς, ταῖς ψυχαῖς Πλάτ. Πρωτ. 326Β, πρβλ. Παρμ. 128Α· οἱ ᾠκειωμένοι φυσιολογίᾳ Διογ. Λ. 10. 37.
}}
}}
{{bailly
{{bailly