Anonymous

οἰκειόω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκειόω:''' Ιων. οἰκηϊόω, μέλ. <i>-ώσω</i> ([[οἰκεῖος]]), κάνω [[κάτι]] δικό μου, [[οικειοποιούμαι]]·<br /><b class="num">1.</b> κάνω κάποιον φίλο μου, σε Θουκ.· ομοίως, Μέσ., [[κερδίζω]] την [[εύνοια]] ή τη [[φιλία]] του, τον [[προσελκύω]], σε Ηρόδ.· Παθ., [[γίνομαι]] [[φίλος]], σε Θουκ.· είμαι [[στενά]] συνδεδεμένος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ. επίσης, με αιτ. πράγμ., κάνω [[κάτι]] δικό μου, [[θεωρώ]] ότι [[κάτι]] μου ανήκει, [[οικειοποιούμαι]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
|lsmtext='''οἰκειόω:''' Ιων. οἰκηϊόω, μέλ. <i>-ώσω</i> ([[οἰκεῖος]]), κάνω [[κάτι]] δικό μου, [[οικειοποιούμαι]]·<br /><b class="num">1.</b> κάνω κάποιον φίλο μου, σε Θουκ.· ομοίως, Μέσ., [[κερδίζω]] την [[εύνοια]] ή τη [[φιλία]] του, τον [[προσελκύω]], σε Ηρόδ.· Παθ., [[γίνομαι]] [[φίλος]], σε Θουκ.· είμαι [[στενά]] συνδεδεμένος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ. επίσης, με αιτ. πράγμ., κάνω [[κάτι]] δικό μου, [[θεωρώ]] ότι [[κάτι]] μου ανήκει, [[οικειοποιούμαι]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκειόω:''' ион. οἰκηϊόω преимущ. med.<br /><b class="num">1)</b> сближать, привязывать, располагать к себе (τινα Plat.; τινα πρός τινα Plut.): [[χωρίον]], ὃ [[μετὰ]] μεγίστων καιρῶν οἰκειοῦταί τε καὶ πολεμοῦται Thuc. город, дружественные или враждебные отношения с которым весьма не безразличны;<br /><b class="num">2)</b> присваивать себе или считать своим (τὴν Ἀσίην Her.; ἅπαντα τὰ ἐν πόλει Plat.);<br /><b class="num">3)</b> приспособлять, приноравливать (τι πρός τι Polyb.): οἰκειοῦσθαί τι ταῖς ψυκαῖς τῶν παίδων Plat. привить что-л. детским душам.
}}
}}