θωμίζω: Difference between revisions

No change in size ,  6 January 2019
m
Text replacement - "˙" to "·"
(2b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θωμίζω''': ἢ -ίσσω, [[μαστίζω]], «δέρνω», [[νῶτον]] μάστιγι θωμιχθεὶς Ἀνακρ. 20. 10˙ - κατὰ τὸν Ἡσύχ., «θωμίσει˙ νύσσει. δεσμεύει».
|lstext='''θωμίζω''': ἢ -ίσσω, [[μαστίζω]], «δέρνω», [[νῶτον]] μάστιγι θωμιχθεὶς Ἀνακρ. 20. 10· - κατὰ τὸν Ἡσύχ., «θωμίσει· νύσσει. δεσμεύει».
}}
}}
{{grml
{{grml