3,276,318
edits
(6_13a) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταχαίνω''': μέλλ. -χᾰνοῦμαι, πολὺ [[χάσκω]] ἢ μὲ ἀνοικτὸν τὸ [[στόμα]] περιγελῶ τινα, | |lstext='''καταχαίνω''': μέλλ. -χᾰνοῦμαι, πολὺ [[χάσκω]] ἢ μὲ ἀνοικτὸν τὸ [[στόμα]] περιγελῶ τινα, τινός· «καταχήνῃ· καταγελάσῃ, μυκτηρίσῃ, ἐξουθενίσῃ» Ἡσύχ. | ||
}} | }} |