ακρο-: Difference between revisions

38 bytes removed ,  8 January 2019
m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /><b>Γλωσσ.</b><br />α' συνθετικό πλήθους συνθέτων της Ελληνικής, αρχαίας και [[νέας]], προερχόμενο από το επίθ. [[ἄκρος]] ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους του επιθέτου [[ἄκρα]], η και [[ἄκρον]], το. Τα [[σύνθετα]] της κατηγορίας αυτής (<i>ακρο</i>- Ι) σημαίνουν γενικά «τον σχετιζόμενο με την [[άκρη]], το [[άκρο]] ή τα [[άκρα]]» στις ποικίλες σημασίες της λ. ([[απόληξη]], [[κορυφή]], το [[σημείο]] όπου τελειώνει ή αρχίζει [[κάτι]] <b>κ.λπ.</b>)<br />[[έτσι]] η βασική [[σημασία]] τών συνθέτων αυτών [[είναι]] κυριολεκτικά ή μεταφορικά τοπική. Περαιτέρω η [[σημασία]] τών συνθέτων του <i>ἄκρο</i>- (Ι) επιμερίζεται, ανάλογα με τον τύπο τών συνθέτων, στις [[εξής]] ειδικότερες σημασίες: α) «αυτός που βρίσκεται, κείται, τοποθετείται στην [[άκρη]]» ([[καθαρά]] τοπική [[σημασία]])<br /><i>ακρόπολις</i>, [[ακρέσπερος]], <i>ακρανθής</i>, [[ακρελεφάντινος]], [[ακρογένειος]] <b>κ.τ.ό.</b><br />β) «η [[άκρη]] του (δηλουμένου από το β' συνθετικό)»<br /><i>ακραξόνιο</i>, [[ακραίχμιο]], [[ακροθαλασσιά]], [[ακροδένω]] <b>κ.τ.ό.</b><br />γ) «αυτός που έχει ή [[είναι]] (ό,τι δηλώνει το β' συνθετικό) [[κατά]] το [[άκρο]], στην [[άκρη]] του»<br />[[ακρόπηλος]], <i>ακροβαρής</i>, [[ακροβελής]] <b>κ.τ.ό.</b>———————— <b>(II)</b><br /><b>Γλωσσ.</b><br />α' συνθετικό αρκετών συνθέτων της αρχαίας, με [[μεγάλη]] [[επίδοση]] σε [[σύνθετα]] της μεσαιωνικής και της [[νέας]] Ελληνικής. Δηλώνει [[μίκρυνση]], υποκορισμό. Η [[σημασία]] του «λίγο, [[μόλις]]» στα [[σύνθετα]] του <i>ακρο</i>- (II) ξεκίνησε από τις τοπικές οριακές καταστάσεις που μπορούσε να δηλώνει η [[έννοια]] «του άκρου, της άκρης, του ευρισκόμενου στην [[άκρη]]» (<i>ακρο</i>- Ι). Συγκεκριμένα, [[σύνθετα]] του τύπου [[ακροσαπής]], [[ακρόπαστος]], [[ακροβαφής]] <b>κ.τ.ό.</b> μπορούσαν να σημαίνουν αντιστοίχως τον σαπισμένο, αλειμμένο, βαμμένο ή βουτηγμένο «στην [[άκρη]] ή στην [[επιφάνεια]]», και περιοριστικά, «μόνο στην [[άκρη]] ή στην [[επιφάνεια]]», άρα «[[μόλις]], [[ελαφρά]], λίγο». Συχνά και με εναρκτική υποκοριστική [[σημασία]] «αυτός που [[μόλις]] άρχισε να...», άρα [[πάλι]] «[[μόλις]] λίγο». Η [[άκρη]] δηλ. θεωρήθηκε, όπως ήταν [[φυσικό]], ως το [[σημείο]] ενάρξεως μιας πράξεως ή καταστάσεως που προϋποθέτει, [[φυσικά]], περιορισμένη, μειωμένη [[έκταση]] ή [[ποσότητα]].———————— <b>(III)</b><br /><b>Γλωσσ.</b><br />α' συνθετικό περιορισμένου αριθμού συνθέτων της Ελληνικής με επιτατική [[σημασία]] «πολύ, υπερβολικά». Η οριακή τοπική [[σημασία]] της λ. [[άκρος]] ([[άκρα]], [[άκρον]] <b>βλ.</b> <i>ακρο</i>- Ι) ήταν εύκολο να εξελιχθεί και σε ποσοτική [[μεγέθυνση]], δηλ. σε επιτατική [[σημασία]]. Ό,τι υπερβαίνει την [[άκρη]] και τα [[άκρα]], το ακρότατο ή έσχατο [[σημείο]] γίνεται ακραίο, πολύ και υπερβολικό [[ακόμη]] (πρβλ. αρχ. [[ἀκροδίκαιος]] και νεώτερο [[ακροδεξιός]]). Οπωσδήποτε, για λόγους προφυλάξεως από ενδεχόμενη [[σύγχυση]] με την υποκοριστική [[σημασία]] (<i>ακρο</i>- II), η επιτατική [[σημασία]] τών συνθέτων του <i>ακρο</i>- εμφανίζεται σχετικά περιορισμένη. Τέτοια [[σύνθετα]] [[είναι]]: <b>αρχ.</b> <i>ἀκρόλευκος</i>, [[ἀκρόμαλλος]], [[ἀκρομέλας]], [[ἀκροπενθής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀκροδίκαιος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκρόθερμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροαριστερός]], [[ακροδεξιός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br /><b>Γλωσσ.</b><br />α' συνθετικό πλήθους συνθέτων της Ελληνικής, αρχαίας και [[νέας]], προερχόμενο από το επίθ. [[ἄκρος]] ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους του επιθέτου [[ἄκρα]], η και [[ἄκρον]], το. Τα [[σύνθετα]] της κατηγορίας αυτής (<i>ακρο</i>- Ι) σημαίνουν γενικά «τον σχετιζόμενο με την [[άκρη]], το [[άκρο]] ή τα [[άκρα]]» στις ποικίλες σημασίες της λ. ([[απόληξη]], [[κορυφή]], το [[σημείο]] όπου τελειώνει ή αρχίζει [[κάτι]] <b>κ.λπ.</b>)<br />[[έτσι]] η βασική [[σημασία]] τών συνθέτων αυτών [[είναι]] κυριολεκτικά ή μεταφορικά τοπική. Περαιτέρω η [[σημασία]] τών συνθέτων του <i>ἄκρο</i>- (Ι) επιμερίζεται, ανάλογα με τον τύπο τών συνθέτων, στις [[εξής]] ειδικότερες σημασίες: α) «αυτός που βρίσκεται, κείται, τοποθετείται στην [[άκρη]]» ([[καθαρά]] τοπική [[σημασία]])<br /><i>ακρόπολις</i>, [[ακρέσπερος]], <i>ακρανθής</i>, [[ακρελεφάντινος]], [[ακρογένειος]] <b>κ.τ.ό.</b><br />β) «η [[άκρη]] του (δηλουμένου από το β' συνθετικό)»<br /><i>ακραξόνιο</i>, [[ακραίχμιο]], [[ακροθαλασσιά]], [[ακροδένω]] <b>κ.τ.ό.</b><br />γ) «αυτός που έχει ή [[είναι]] (ό,τι δηλώνει το β' συνθετικό) [[κατά]] το [[άκρο]], στην [[άκρη]] του»<br />[[ακρόπηλος]], <i>ακροβαρής</i>, [[ακροβελής]] <b>κ.τ.ό.</b><br /><b>(II)</b><br /><b>Γλωσσ.</b><br />α' συνθετικό αρκετών συνθέτων της αρχαίας, με [[μεγάλη]] [[επίδοση]] σε [[σύνθετα]] της μεσαιωνικής και της [[νέας]] Ελληνικής. Δηλώνει [[μίκρυνση]], υποκορισμό. Η [[σημασία]] του «λίγο, [[μόλις]]» στα [[σύνθετα]] του <i>ακρο</i>- (II) ξεκίνησε από τις τοπικές οριακές καταστάσεις που μπορούσε να δηλώνει η [[έννοια]] «του άκρου, της άκρης, του ευρισκόμενου στην [[άκρη]]» (<i>ακρο</i>- Ι). Συγκεκριμένα, [[σύνθετα]] του τύπου [[ακροσαπής]], [[ακρόπαστος]], [[ακροβαφής]] <b>κ.τ.ό.</b> μπορούσαν να σημαίνουν αντιστοίχως τον σαπισμένο, αλειμμένο, βαμμένο ή βουτηγμένο «στην [[άκρη]] ή στην [[επιφάνεια]]», και περιοριστικά, «μόνο στην [[άκρη]] ή στην [[επιφάνεια]]», άρα «[[μόλις]], [[ελαφρά]], λίγο». Συχνά και με εναρκτική υποκοριστική [[σημασία]] «αυτός που [[μόλις]] άρχισε να...», άρα [[πάλι]] «[[μόλις]] λίγο». Η [[άκρη]] δηλ. θεωρήθηκε, όπως ήταν [[φυσικό]], ως το [[σημείο]] ενάρξεως μιας πράξεως ή καταστάσεως που προϋποθέτει, [[φυσικά]], περιορισμένη, μειωμένη [[έκταση]] ή [[ποσότητα]].<br /><b>(III)</b><br /><b>Γλωσσ.</b><br />α' συνθετικό περιορισμένου αριθμού συνθέτων της Ελληνικής με επιτατική [[σημασία]] «πολύ, υπερβολικά». Η οριακή τοπική [[σημασία]] της λ. [[άκρος]] ([[άκρα]], [[άκρον]] <b>βλ.</b> <i>ακρο</i>- Ι) ήταν εύκολο να εξελιχθεί και σε ποσοτική [[μεγέθυνση]], δηλ. σε επιτατική [[σημασία]]. Ό,τι υπερβαίνει την [[άκρη]] και τα [[άκρα]], το ακρότατο ή έσχατο [[σημείο]] γίνεται ακραίο, πολύ και υπερβολικό [[ακόμη]] (πρβλ. αρχ. [[ἀκροδίκαιος]] και νεώτερο [[ακροδεξιός]]). Οπωσδήποτε, για λόγους προφυλάξεως από ενδεχόμενη [[σύγχυση]] με την υποκοριστική [[σημασία]] (<i>ακρο</i>- II), η επιτατική [[σημασία]] τών συνθέτων του <i>ακρο</i>- εμφανίζεται σχετικά περιορισμένη. Τέτοια [[σύνθετα]] [[είναι]]: <b>αρχ.</b> <i>ἀκρόλευκος</i>, [[ἀκρόμαλλος]], [[ἀκρομέλας]], [[ἀκροπενθής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀκροδίκαιος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκρόθερμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροαριστερός]], [[ακροδεξιός]].
}}
}}