3,276,932
edits
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔνος]], ο (Α)<br />το [[έτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ένος]] [[είναι]] μτγν. και προήλθε πιθ. κατ' [[απόσπαση]] από τα [[σύνθετα]] [[δίενος]], [[τρίενος]], [[τετράενος]] κ.ά. (Για την ετυμολ. του -<i>ενος</i> <b>βλ. λ.</b> [[ενιαυτός]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔνος]], ο (Α)<br />το [[έτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ένος]] [[είναι]] μτγν. και προήλθε πιθ. κατ' [[απόσπαση]] από τα [[σύνθετα]] [[δίενος]], [[τρίενος]], [[τετράενος]] κ.ά. (Για την ετυμολ. του -<i>ενος</i> <b>βλ. λ.</b> [[ενιαυτός]])].<br /><b>(II)</b><br />[[ἔνος]], -η, -ον (Α)<br />(μόνο σε πλάγ. πτώσεις του θηλ.) [[μεθαύριο]] («ἐς τ' [[αὔριον]] ἐς τ' [[ἔννηφιν]]», «καὶ [[ἔνας]] καὶ ἐς ἀῶ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. απαντά μόνο στις πλάγιες πτώσεις του θηλυκού <i>ένη</i> σε επιρρηματικές εκφράσεις. Ανάγεται σε ΙE <i>eno</i>-, που [[είναι]] δεικτική [[αντωνυμία]] και χρησιμοποιείται για απομακρυσμένα αντικείμενα (<b>πρβλ.</b> [[εκείνος]])].<br /><b>(III)</b><br />[[ἕνος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> παλιότερος<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[παλιός]], [[περασμένος]]<br /><b>3.</b> [[περυσινός]]<br /><b>4.</b> (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) προ πολλού<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἕνη καὶ νέα (ενν. [[ημέρα]])» — η [[παλιά]] και νέα [[ημέρα]], η τελευταία [[ημέρα]] του [[μήνα]] («Σκιροφοριῶνος ἕνῃ καὶ νέᾳ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχαίο [[επίθετο]] με απαθή [[βαθμίδα]] ρίζας <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>senos</i>. Στην Ελληνική δεν χρησιμοποιήθηκε [[ποτέ]] με τη σημ. «[[γέρος]]», για την οποία υπήρχε η λ. [[γέρων]]. Στις άλλες ινδοευρ. γλώσσες απαντά τόσο με τη σημ. «[[παλιός]]» (<b>πρβλ.</b> αρμεν. <i>hin</i>, λιθ. <i>s</i><i>ē</i><i>nas</i>, αρχ. ινδ. <i>sana</i>-, αρχ. ιρλ. <i>sen</i> <b>κ.ά.</b>), όσο και με τη σημ. «[[γέρος]]» στην Κελτική, τη Λιθουανική και τη Γερμανική (<b>πρβλ.</b> γοτθ. <i>sineigs</i> «[[πρεσβύτης]]», αβεστ. <i>hana</i>-). Στη Λατινική χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά με τη δεύτερη σημ.<br /><b>πρβλ.</b> <i>senex</i> «[[γέρος]]»]. | ||
}} | }} |