3,274,831
edits
(1b) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[κάπηλος]], ὁ Α και [[κάπηλος]], ἡ)<br /><b>1.</b> ο [[ταβερνιάρης]], ο [[κάπελας]] («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται [[κάτι]] με [[ιδιοτέλεια]] («εἰ δὲ κάπηλός ἐστιν πονηρίας», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που εκμεταλλεύεται υψηλή [[ιδέα]] ή [[αίσθημα]], ο [[καπηλευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μικρέμπορος]], μικροπωλητής («πωλεῑν δὲ τοὺς καπήλους ὅ, τι ἔχει [[ἕκαστος]] πράσιμον», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. παράγεται πιθ. από το ουσ. [[κάπη]] «[[κουτί]]», ενώ κατ' άλλους πρόκειται για [[δάνειο]], όπως και το λατ. <i>caup</i><i>ō</i>, -<i>onis</i> «[[κάπηλος]]». Στην Αρχαία Ελληνική ο τ. χρησιμοποιούνταν και ως επίθ. με σημ. «[[καπηλικός]]». Η λ. ήδη στην Αρχαία έχει προσλάβει κακόσημη [[έννοια]], χρησιμοποιούμενη και με την αρχ. σημ. «[[ταβερνιάρης]], [[οινοπώλης]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καπηλειό]] (-<i>εῖον</i>), [[καπηλικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καπήλιον]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[καπηλίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καπηλοτριβώ]]. (Β' συνθετικό) [[βιβλιοκάπηλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακάπηλος]], <i>ανδραποδοκάπηλος</i>, <i>ανδροκάπηλος</i>, <i>αρτοκάπηλος</i>, [[βουκάπηλος]], <i>ελαιοκάπηλος</i>, [[ιματιοκάπηλος]], [[οινοκάπηλος]], [[οπωροκάπηλος]], [[ορνιθοκάπηλος]], [[παλιγκάπηλος]], [[πολιτοκάπηλος]], [[προβατοκάπηλος]], [[σιτοκάπηλος]], [[σωματοκάπηλος]], [[υποκάπηλος]], [[χριστοκάπηλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχαιοκάπηλος]], <i>γλωσσοκάπηλος</i>, <i>εθνοκάπηλος</i>, <i>εργατοκάπηλος</i>, [[θεοκάπηλος]], [[πατριδοκάπηλος]], [[πολεμοκάπηλος]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[κάπηλος]], ὁ Α και [[κάπηλος]], ἡ)<br /><b>1.</b> ο [[ταβερνιάρης]], ο [[κάπελας]] («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται [[κάτι]] με [[ιδιοτέλεια]] («εἰ δὲ κάπηλός ἐστιν πονηρίας», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που εκμεταλλεύεται υψηλή [[ιδέα]] ή [[αίσθημα]], ο [[καπηλευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μικρέμπορος]], μικροπωλητής («πωλεῑν δὲ τοὺς καπήλους ὅ, τι ἔχει [[ἕκαστος]] πράσιμον», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. παράγεται πιθ. από το ουσ. [[κάπη]] «[[κουτί]]», ενώ κατ' άλλους πρόκειται για [[δάνειο]], όπως και το λατ. <i>caup</i><i>ō</i>, -<i>onis</i> «[[κάπηλος]]». Στην Αρχαία Ελληνική ο τ. χρησιμοποιούνταν και ως επίθ. με σημ. «[[καπηλικός]]». Η λ. ήδη στην Αρχαία έχει προσλάβει κακόσημη [[έννοια]], χρησιμοποιούμενη και με την αρχ. σημ. «[[ταβερνιάρης]], [[οινοπώλης]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καπηλειό]] (-<i>εῖον</i>), [[καπηλικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καπήλιον]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[καπηλίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καπηλοτριβώ]]. (Β' συνθετικό) [[βιβλιοκάπηλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακάπηλος]], <i>ανδραποδοκάπηλος</i>, <i>ανδροκάπηλος</i>, <i>αρτοκάπηλος</i>, [[βουκάπηλος]], <i>ελαιοκάπηλος</i>, [[ιματιοκάπηλος]], [[οινοκάπηλος]], [[οπωροκάπηλος]], [[ορνιθοκάπηλος]], [[παλιγκάπηλος]], [[πολιτοκάπηλος]], [[προβατοκάπηλος]], [[σιτοκάπηλος]], [[σωματοκάπηλος]], [[υποκάπηλος]], [[χριστοκάπηλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχαιοκάπηλος]], <i>γλωσσοκάπηλος</i>, <i>εθνοκάπηλος</i>, <i>εργατοκάπηλος</i>, [[θεοκάπηλος]], [[πατριδοκάπηλος]], [[πολεμοκάπηλος]]].<br /><b>(II)</b><br />[[κάπηλος]], -ον (Α)<br />[[καπηλικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κάπηλος]] (Ι)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |