θρῆνος: Difference between revisions

m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑΜ [[θρῆνος]])<br /><b>1.</b> [[κλάμα]], [[οδυρμός]], [[μοιρολόγι]]<br /><b>2.</b> [[ποίημα]] θρηνητικό (α. «Επιτάφιος Θρήνος» — η [[ακολουθία]] του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου, η οποία ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή<br />β. «Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως» — [[τίτλος]] ποιήματος που αναφέρεται στην [[άλωση]] της Κωνσταντινουπόλεως)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «έγινε [[θρήνος]]» — έγινε [[μεγάλη]] [[καταστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[θρήνος]], όπως και τα [[θρέομαι]], [[θόρυβος]], [[θρύλος]], παρουσιάζουν σημασιολογική [[συνάφεια]] εκφράζοντας την [[έννοια]] της οιμωγής, της κραυγής, της ταραχής. Με τη λ. [[θρήνος]] συνδέθηκε η [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>θρώναξ</i><br />[[κηφήν]] (Λάκωνες) και [[τενθρήνη]] «[[κηφήνας]]», [[καθώς]] [[επίσης]] και τα αρχ. ινδ. <i>dhranati</i> «[[αντηχώ]]», αρχ. σαξ. <i>dreno</i>, γερμ. <i>Drohne</i> «[[κηφήνας]]», <i>drohnen</i> «[[αντιλαλώ]]». Αρχαία συνών. της λ. [[είναι]] τα: [[οδυρμός]], [[ολοφυρμός]], [[οιμωγή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θρηνώ]], [[θρηνώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θρήνωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[θρηνολογώ]], [[θρηνῳδός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θρήνερως]], [[θρηνολάλος]], [[θρηνοποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θρηνόφθογγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θρηνολόγος]], [[θρηνοτράγουδο]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αξιόθρηνος]], [[δύσθρηνος]], [[ένθρηνος]], [[πολύθρηνος]], [[φιλόθρηνος]].———————— <b>(II)</b><br />[[θρῆνος]], τὸ (ΑΜ)<br />ο [[θρήνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρήνος]] (<i>ο</i>) με [[αλλαγή]] γένους η οποία μαρτυρείται ήδη από την [[αρχαιότητα]] [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[έδαφος]], [[μήκος]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑΜ [[θρῆνος]])<br /><b>1.</b> [[κλάμα]], [[οδυρμός]], [[μοιρολόγι]]<br /><b>2.</b> [[ποίημα]] θρηνητικό (α. «Επιτάφιος Θρήνος» — η [[ακολουθία]] του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου, η οποία ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή<br />β. «Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως» — [[τίτλος]] ποιήματος που αναφέρεται στην [[άλωση]] της Κωνσταντινουπόλεως)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «έγινε [[θρήνος]]» — έγινε [[μεγάλη]] [[καταστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[θρήνος]], όπως και τα [[θρέομαι]], [[θόρυβος]], [[θρύλος]], παρουσιάζουν σημασιολογική [[συνάφεια]] εκφράζοντας την [[έννοια]] της οιμωγής, της κραυγής, της ταραχής. Με τη λ. [[θρήνος]] συνδέθηκε η [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>θρώναξ</i><br />[[κηφήν]] (Λάκωνες) και [[τενθρήνη]] «[[κηφήνας]]», [[καθώς]] [[επίσης]] και τα αρχ. ινδ. <i>dhranati</i> «[[αντηχώ]]», αρχ. σαξ. <i>dreno</i>, γερμ. <i>Drohne</i> «[[κηφήνας]]», <i>drohnen</i> «[[αντιλαλώ]]». Αρχαία συνών. της λ. [[είναι]] τα: [[οδυρμός]], [[ολοφυρμός]], [[οιμωγή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θρηνώ]], [[θρηνώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θρήνωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[θρηνολογώ]], [[θρηνῳδός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θρήνερως]], [[θρηνολάλος]], [[θρηνοποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θρηνόφθογγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θρηνολόγος]], [[θρηνοτράγουδο]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αξιόθρηνος]], [[δύσθρηνος]], [[ένθρηνος]], [[πολύθρηνος]], [[φιλόθρηνος]].<br /><b>(II)</b><br />[[θρῆνος]], τὸ (ΑΜ)<br />ο [[θρήνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρήνος]] (<i>ο</i>) με [[αλλαγή]] γένους η οποία μαρτυρείται ήδη από την [[αρχαιότητα]] [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[έδαφος]], [[μήκος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm