3,274,215
edits
(22) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>1.</b> [[λάκκος]], [[λακκούβα]], μικρή [[κοιλότητα]], [[κυρίως]] στο [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> ανοιχτό [[μέρος]] [[μέσα]] σε [[δάσος]], ξέφωτο<br /><b>3.</b> [[άδενδρος]] [[τόπος]] [[γύρω]] από δασώδεις εκτάσεις, [[ξάνοιγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λακκί]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>α</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μαντρί]]: [[μάντρα]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>1.</b> [[λάκκος]], [[λακκούβα]], μικρή [[κοιλότητα]], [[κυρίως]] στο [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> ανοιχτό [[μέρος]] [[μέσα]] σε [[δάσος]], ξέφωτο<br /><b>3.</b> [[άδενδρος]] [[τόπος]] [[γύρω]] από δασώδεις εκτάσεις, [[ξάνοιγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λακκί]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>α</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μαντρί]]: [[μάντρα]])].<br /> <b>(II)</b><br />και [[λάκα]], η (Μ [[λάκα]])<br />κολλώδες, ρητινώδες [[έκκριμα]] από το οποίο λαμβάνεται η γόμμα-[[λάκα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χρωστική]] που λαμβάνεται με τη [[σταθεροποίηση]] ενός ευδιάλυτου οργανικού χρώματος, φυσικού ή συνθετικού, [[πάνω]] σε ένα εν γένει ανόργανο [[υπόστρωμα]] που [[είναι]] [[ένωση]] ενός μετάλλου<br /><b>2.</b> [[χρώμα]] τελικής επίστρωσης ή [[βερνίκι]] που δημιουργεί [[λεπτό]], σκληρό, ανθεκτικό και λείο [[υμένιο]], παρόμοιο με εκείνο που δημιουργεί η κομμεορητίνη [[λάκκα]]<br /><b>3.</b> κομμεορητίνη που λαμβάνεται από δένδρα της Άπω Ανατολής και χρησιμοποιείται στη [[διακόσμηση]] αντικειμένων<br /><b>4.</b> η λακ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. λατ. <i>lacca</i> <span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>lakk</i>]. | ||
}} | }} |