πάροδος: Difference between revisions

m
Text replacement - "————————" to "<br />"
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η αφηρημένη [[έννοια]] του [[παρέρχομαι]], η [[παρέλευση]], το [[πέρασμα]] (α. «η [[πάροδος]] του κινδύνου» β. «[[πάροδος]] του χρόνου», Πορφ.)<br /><b>2.</b> στενή [[οδός]], [[δίοδος]], [[διάβαση]], [[διέλευση]], [[μονοπάτι]] (α. «υπάρχει [[πάροδος]] [[ανάμεσα]] στα δύο βουνά» β. «ἡγούμενοι διά τὴν [[στενότητα]] τῶν χωρίων τὴν πάροδον διαφυλάξαι», Λυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στενότερος [[δρόμος]] που οδηγεί σε άλλον μεγαλύτερο<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> ελεύθερο [[τμήμα]] του καταστρώματος στις δύο πλευρές του πλοίου, διά μέσου του οποίου γίνεται η [[επικοινωνία]] πλώρης και πρύμνης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είσοδος]] («τήν πάροδον ἵν' [[ἔχης]] τῶν θυρῶν εὐνουστέραν», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> [[στοά]], [[διάβαση]] [[πάνω]] από οχυρώσεις<br /><b>3.</b> καθεμιά από τις δύο πλάγιες εισόδους στην [[ορχήστρα]] του αρχαίου θεάτρου, [[ανάμεσα]] στο [[προσκήνιο]] και στις κερκίδες («καταβάς, [[ὥσπερ]] οἱ τραγῳδοὶ διὰ τῶν ἄνω παρόδων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>συνεκδ.</b> η πρώτη [[είσοδος]] του χορού του αρχαίου δράματος στην [[ορχήστρα]] του θεάτρου («καὶ ἡ μὲν [[εἴσοδος]] τοῡ χοροῡ [[πάροδος]] καλεῑται», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>5.</b> <b>συνεκδ.</b> το πρώτο χορικό [[άσμα]] που έψαλλε ο [[χορός]] [[καθώς]] εισερχόταν από την πάροδο στην [[ορχήστρα]] («χορικοῡ [[πάροδος]] μὲν ἡ πρώτη [[λέξις]] ὅλου τοῡ χοροῡ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> η [[χρησιμοποίηση]] της σκηνής για την [[παράσταση]] ενός θεατρικού έργου («ἡ [[πάροδος]] εὗρε δραχμήν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>7.</b> η [[ανάγνωση]], η [[δημόσια]] [[απαγγελία]] [[μπροστά]] στο κοινό<br /><b>8.</b> <b>αστρον.</b> [[πορεία]], [[τροχιά]] των ουράνιων σωμάτων («πάροδοι καὶ τροπαὶ τῶν ἄστρων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>αστρολ.</b> η [[περιστροφή]] της χρονοκρατορίας<br /><b>10.</b> η [[προσέλευση]], η [[εμφάνιση]], [[ιδίως]] [[μπροστά]] σε [[δημόσια]] [[συνέλευση]]<br /><b>11.</b> η [[άφιξη]], η [[παρουσία]] («[[πάροδος]] εἰς τὸν ἀνθρώπινον βίον», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ παρόδου» — παρέργως, [[σχεδόν]], [[περίπου]], [[καθώς]] συνέπεσε ο [[λόγος]], [[τροχάδην]]<br />β) «ἐν παρόδῳ» — [[κατά]] τη [[διέλευση]], περνώντας<br /><b>13.</b> (για πολεμικά πλοία) [[εξωτερικός]] [[διάδρομος]] [[κατά]] [[μήκος]] τών πλευρών του πλοίου όπου παρατάσσονταν οπλίτες για τη [[ναυμαχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὁδός]]].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />[[παροδίτης]], [[οδοιπόρος]], [[διαβάτης]], [[περαστικός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η αφηρημένη [[έννοια]] του [[παρέρχομαι]], η [[παρέλευση]], το [[πέρασμα]] (α. «η [[πάροδος]] του κινδύνου» β. «[[πάροδος]] του χρόνου», Πορφ.)<br /><b>2.</b> στενή [[οδός]], [[δίοδος]], [[διάβαση]], [[διέλευση]], [[μονοπάτι]] (α. «υπάρχει [[πάροδος]] [[ανάμεσα]] στα δύο βουνά» β. «ἡγούμενοι διά τὴν [[στενότητα]] τῶν χωρίων τὴν πάροδον διαφυλάξαι», Λυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στενότερος [[δρόμος]] που οδηγεί σε άλλον μεγαλύτερο<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> ελεύθερο [[τμήμα]] του καταστρώματος στις δύο πλευρές του πλοίου, διά μέσου του οποίου γίνεται η [[επικοινωνία]] πλώρης και πρύμνης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είσοδος]] («τήν πάροδον ἵν' [[ἔχης]] τῶν θυρῶν εὐνουστέραν», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> [[στοά]], [[διάβαση]] [[πάνω]] από οχυρώσεις<br /><b>3.</b> καθεμιά από τις δύο πλάγιες εισόδους στην [[ορχήστρα]] του αρχαίου θεάτρου, [[ανάμεσα]] στο [[προσκήνιο]] και στις κερκίδες («καταβάς, [[ὥσπερ]] οἱ τραγῳδοὶ διὰ τῶν ἄνω παρόδων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>συνεκδ.</b> η πρώτη [[είσοδος]] του χορού του αρχαίου δράματος στην [[ορχήστρα]] του θεάτρου («καὶ ἡ μὲν [[εἴσοδος]] τοῡ χοροῡ [[πάροδος]] καλεῑται», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>5.</b> <b>συνεκδ.</b> το πρώτο χορικό [[άσμα]] που έψαλλε ο [[χορός]] [[καθώς]] εισερχόταν από την πάροδο στην [[ορχήστρα]] («χορικοῡ [[πάροδος]] μὲν ἡ πρώτη [[λέξις]] ὅλου τοῡ χοροῡ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> η [[χρησιμοποίηση]] της σκηνής για την [[παράσταση]] ενός θεατρικού έργου («ἡ [[πάροδος]] εὗρε δραχμήν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>7.</b> η [[ανάγνωση]], η [[δημόσια]] [[απαγγελία]] [[μπροστά]] στο κοινό<br /><b>8.</b> <b>αστρον.</b> [[πορεία]], [[τροχιά]] των ουράνιων σωμάτων («πάροδοι καὶ τροπαὶ τῶν ἄστρων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>αστρολ.</b> η [[περιστροφή]] της χρονοκρατορίας<br /><b>10.</b> η [[προσέλευση]], η [[εμφάνιση]], [[ιδίως]] [[μπροστά]] σε [[δημόσια]] [[συνέλευση]]<br /><b>11.</b> η [[άφιξη]], η [[παρουσία]] («[[πάροδος]] εἰς τὸν ἀνθρώπινον βίον», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ παρόδου» — παρέργως, [[σχεδόν]], [[περίπου]], [[καθώς]] συνέπεσε ο [[λόγος]], [[τροχάδην]]<br />β) «ἐν παρόδῳ» — [[κατά]] τη [[διέλευση]], περνώντας<br /><b>13.</b> (για πολεμικά πλοία) [[εξωτερικός]] [[διάδρομος]] [[κατά]] [[μήκος]] τών πλευρών του πλοίου όπου παρατάσσονταν οπλίτες για τη [[ναυμαχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὁδός]]].<br /> <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />[[παροδίτης]], [[οδοιπόρος]], [[διαβάτης]], [[περαστικός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm