συναυλία: Difference between revisions

m
Text replacement - "————————" to "<br />"
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναυλία Α [[σύναυλος]] (Ι)]<br />η [[συμφωνία]] πολλών και διαφόρων μουσικών οργάνων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτέλεση]] μουσικού έργου [[μπροστά]] σε κοινό, [[κοντσέρτο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πολιτική]] [[συμφωνία]] κομμάτων ή κρατών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μουσική]] [[εκτέλεση]] από αυλητές<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]] αυλών<br /><b>3.</b> [[συμφωνία]] αυλού και λύρας ή άλλου οργάνου<br /><b>4.</b> το να τραγουδάει [[κανείς]] με [[συνοδεία]] αυλού<br /><b>5.</b> [[συμφωνία]] αυλού και ρυθμού<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[θρήνος]] από [[πολλά]] άτομα [[μαζί]], κοινό [[πένθος]] («ἦ [[δύσορνις]] ἅδε ξυναυλία [[δορός]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>7.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) <i>συναυλίαν</i><br />από κοινού<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «συναυλίαν ᾄδειν» — το να εκτελεί [[κανείς]] τον ρυθμό ενός άσματος με τη [[συνοδεία]] αυλού <b>Αθήν.</b>.———————— <b>(II)</b><br />ἡ, ΜΑ [[σύναυλος]] (II)]<br /><b>1.</b> στενή [[σχέση]] [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων ανθρώπων<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) η συζυγική [[συμβίωση]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναυλία Α [[σύναυλος]] (Ι)]<br />η [[συμφωνία]] πολλών και διαφόρων μουσικών οργάνων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτέλεση]] μουσικού έργου [[μπροστά]] σε κοινό, [[κοντσέρτο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πολιτική]] [[συμφωνία]] κομμάτων ή κρατών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μουσική]] [[εκτέλεση]] από αυλητές<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]] αυλών<br /><b>3.</b> [[συμφωνία]] αυλού και λύρας ή άλλου οργάνου<br /><b>4.</b> το να τραγουδάει [[κανείς]] με [[συνοδεία]] αυλού<br /><b>5.</b> [[συμφωνία]] αυλού και ρυθμού<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[θρήνος]] από [[πολλά]] άτομα [[μαζί]], κοινό [[πένθος]] («ἦ [[δύσορνις]] ἅδε ξυναυλία [[δορός]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>7.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) <i>συναυλίαν</i><br />από κοινού<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «συναυλίαν ᾄδειν» — το να εκτελεί [[κανείς]] τον ρυθμό ενός άσματος με τη [[συνοδεία]] αυλού <b>Αθήν.</b>.<br /> <b>(II)</b><br />ἡ, ΜΑ [[σύναυλος]] (II)]<br /><b>1.</b> στενή [[σχέση]] [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων ανθρώπων<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) η συζυγική [[συμβίωση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm