συναυλία
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
English (LSJ)
(A), ἡ, (αὐλός)
A concert of lyre and flute, S.Fr.60, Ath.14.617f (prob. from Ephipp.7); symphony of flutes, Poll.4.83, Sch.Ar.Eq.9, Hsch.: generally, instrumental music, concert, opp. μονῳδία, Pl.Lg.765b; σ. ᾄδειν Antiph.47.1; ξυναυλίαν κλαύσωμεν Οὐλύμπου νόμον to sob or whimper one of Olympus' pieces in concert, Ar.Eq.9.
2 metaph., δύσορνις ἅδε ξ. δορός this ill-omened concert of battle, of the single combat of the brothers, A.Th.839 (lyr.); σ. θρήνου Philostr.Im.1.11; πένθους Lib.Or.61.20.
(B), ἡ, (αὐλή, cf. συναυλίζομαι, μοναυλία (B), ὁμαυλία) dwelling together as man and wife, σ. ποιεῖσθαι Arist.Pol. 1335a38.
German (Pape)
[Seite 1005] ἡ, das Zusammenflöten, nach Hesych., der Soph. frg. 79 anführt, ἡ ὑπὸ δυοῖν ἐπιτελουμένη αὔλησις; so Ar. Equ. 9: ἵνα ξυναυλίαν κλαύσωμεν, Οὐλύμπου νόμον, wo der Schol. zu vgl., der auch erkl. ξυναυλία λέγεται ὅταν κιθάρα καὶ αὐλὸς συμφωνῇ, wie μονῳδιῶν τε καὶ συναυλιῶν ἀρχέτω Plat. Legg. VI, 765 b; bei Ath. XIV, 617 f ἡ αὐλῶν πρὸς λύραν κοινωνία; übertr., Einklang, Übereinstimtnung, Gemeinschaft, θρήνου, πένθους u. dgl., s. Jacobs Philostr. imagg. p. 275; – Ehestand, Arist. polit. 7, 16 (eigtl. das Zusammenwohnen, s. σύναυλος 2). – Auch συναυλία δορός, Speergemeinschaft, Zweikampf, Aesch. Spt. 821.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 concert de deux ou plusieurs flûtes;
2 p. anal. ξυναυλία δορός ESCHL duel de lances en parl. d'Étéocle et de Polynice.
Étymologie: σύναυλος¹.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναυλία, -ας, ἡ, Att. ook ξυναυλία [σύναυλος] samenspel van fluit en lier; overdr..; δύσορνις ἅδε ξυναυλία δορός noodlottig is dit krijgsduet Aeschl. Sept. 839; alg. instrumentale muziek, concert.
συναυλία -ας, ἡ [2. σύναυλος] het samenwonen (van man en vrouw).
Russian (Dvoretsky)
συναυλία: II ἡ σύναυλος II] совместная жизнь, сожительство Arst.
ἡ σύναυλος I]
1 совместное звучание инструментов, концерт Soph., Arph.;
2 игра в сопровождении свирели Plat.;
3 поединок, единоборство: ξ. δορός Aesch. единоборство на копьях.
Greek (Liddell-Scott)
συναυλία: ἡ, (αὐλὸς) τὸ ὁμοῦ τονίζειν τὸν αὐλόν, συμφωνία αὐλῶν πολλῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 79· συμφωνία αὐλοῦ καὶ λύρας, Ἀθήν. 617F· καθόλου, μουσικὴ ἐνόργανος, ἀντίθετον τῷ μονῳδία, Πλάτ. Νόμ. 765Β· συν. ᾄδειν Ἀντιφῶν ἐν «Αὐλητῇ» 1· ξυναυλίαν κλάω Οὐλύμπου νόμον, κλαίω ἢ θρηνῶ λέγων ἢ ὑποτονθορύζων ἐν συναυλίᾳ μίαν τῶν μουσικῶν συνθέσεων τοῦ Ὀλύμπου Ἀριστοφ. Ἱππ. 9. 2) μεταφορ., δύσορνις ἅδε ξ. δορός, ἡ δυσοίωνος αὕτη συναυλία μάχης, ἐπὶ τῆς μονομαχίας τῶν δύο ἀδελφῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 839· σ. θρήνου, πένθους, κτλ. Φιλοστρ. Εἰκόν. 781, πρβλ. Ἰακώψιον σ. 275. ΙΙ. (πιθαν. ἐκ τοῦ αὐλή, πρβλ. συναυλίζομαι, μοναυλία) τὸ συνοικεῖν ἐν συζυγίᾳ ὡς συνοικεῖ ἀνὴρ γυναικί, συν. ποιεῖσθαι Ἀριστ. Πολιτ. 8. 16. 10.
Greek Monolingual
(I)
η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναυλία Α σύναυλος (Ι)]
η συμφωνία πολλών και διαφόρων μουσικών οργάνων
νεοελλ.
1. εκτέλεση μουσικού έργου μπροστά σε κοινό, κοντσέρτο
2. μτφ. πολιτική συμφωνία κομμάτων ή κρατών
αρχ.
1. μουσική εκτέλεση από αυλητές
2. συμφωνία αυλών
3. συμφωνία αυλού και λύρας ή άλλου οργάνου
4. το να τραγουδάει κανείς με συνοδεία αυλού
5. συμφωνία αυλού και ρυθμού
6. μτφ. θρήνος από πολλά άτομα μαζί, κοινό πένθος («ἦ δύσορνις ἅδε ξυναυλία δορός», Αισχύλ.)
7. (η αιτ. ως επίρρ.) συναυλίαν
από κοινού
8. φρ. «συναυλίαν ᾄδειν» — το να εκτελεί κανείς τον ρυθμό ενός άσματος με τη συνοδεία αυλού Αθήν..
(II)
ἡ, ΜΑ σύναυλος (II)]
1. στενή σχέση μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων
2. (κυρίως) η συζυγική συμβίωση.
Greek Monotonic
συναυλία: ἡ,
I. 1. συμφωνία, συνήχηση μελωδιών από πολλούς αυλούς, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., δύσορνις ἅδε ξυναυλία δορός, αυτή η δυσοίωνη συνήχηση της μάχης, λέγεται για μονομαχία μεταξύ δύο αδελφών, σε Αισχύλ.
II. (από αὐλή) συγκατοίκηση, συνοίκηση, σε Αριστ.
Middle Liddell
συναυλία, ἡ,
I. a concert of flutes, Ar.
2. metaph., δύσορνις ἅδε ξ. δορός this ill-omened concert of battle. of the single combat of the brothers, Aesch.
II. (from αὐλή) a dwelling together, Arist.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό συναυλέω -ῶ → σύν + αὐλός, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.