ὑποδύω: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποδύω:''' και -[[δύνω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> φορώ [[κάτω]] από, <i>κιθῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[εισέρχομαι]] [[κάτω]] από, στον ίδ.· επίσης, [[εισέρχομαι]] [[κρυφά]], [[μυστικά]], [[πέφτω]] [[επάνω]] σε, με αιτ., στον ίδ.· επίσης, [[γλιστρώ]], [[ξεγλιστρώ]] [[κάτω]] από [[κάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[υφίσταμαι]] κίνδυνο, [[κινδυνεύω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., ὑποδύομαι, μέλ. -[[δύσομαι]], αόρ. αʹ <i>-εδυσάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>-εδύσετο</i>· επίσης, Ενεργ. αόρ. βʹ <i>-έδυν</i>, παρακ. <i>-δέδῡκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βουλιάζω]], καταβυθίζομαι, περνώ από [[κάτω]], [[βουλιάζω]], βυθίζομαι από [[κάτω]], Λατ. subire, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· [[ὑποδύω]] ὑπὸ τὴν ζεύγλην, σε Ηρόδ.· ομοίως, ὑποδύομαι ὑπὸ [[τῶν]] κεραμίδων, έρπω, σέρνομαι, [[γλιστρώ]] από [[κάτω]], σε Αριστοφ.· <i>φέρει τινὰ ὑποδεδυκότα</i>, βρισκόμενος από [[κάτω]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[βάζω]] τα πόδια μου σε σανδάλια, φορώ σανδάλια, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[παριστάνω]] έναν χαρακτήρα, [[υποκρίνομαι]] ([[διότι]] το [[πρόσωπο]] του ηθοποιού, υποκριτή καλύπτονταν από [[προσωπείο]]), σε Πλάτ., Αριστ.<br /><b class="num">4.</b> με γεν., [[εξέρχομαι]] από [[κάτω]], [[εξέρχομαι]] από ένα [[μέρος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[θέτω]] τον εαυτό μου από [[κάτω]] έτσι ώστε να βαστήξω [[κάτι]], [[βαστώ]] στους ώμους μου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εισέρχομαι]], [[ξεκινώ]] εχθροπραξίες, πόλεμο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[υφίσταμαι]] κίνδυνο, [[κινδυνεύω]], με αιτ., σε Ξεν.· [[ὑποδύω]] αἰτίαν, [[βάζω]] κάποιον υπόλογο, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., [[αναλαμβάνω]] να κάνω, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για αισθήματα, [[εισέρχομαι]] [[κρυφά]] στην [[ψυχή]] κάποιου και την [[κυριεύω]], με αιτ., σε Αισχύλ.· με δοτ., πᾶσιν ὑπέδυ [[γόος]], [[θλίψη]] κατέλαβε τους πάντες, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">6.</b> απόλ., [[φεύγω]], [[στρίβω]] ή [[φεύγω]] [[κρυφά]], σε Δημ.<br /><b class="num">7.</b> απόλ., <i>ὀφθαλμοὶ ὑποδεδυκότες</i>, βαθουλωτά μάτια, σε Λουκ.
|lsmtext='''ὑποδύω:''' και -[[δύνω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> φορώ [[κάτω]] από, <i>κιθῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[εισέρχομαι]] [[κάτω]] από, στον ίδ.· επίσης, [[εισέρχομαι]] [[κρυφά]], [[μυστικά]], [[πέφτω]] [[επάνω]] σε, με αιτ., στον ίδ.· επίσης, [[γλιστρώ]], [[ξεγλιστρώ]] [[κάτω]] από [[κάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[υφίσταμαι]] κίνδυνο, [[κινδυνεύω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., ὑποδύομαι, μέλ. -[[δύσομαι]], αόρ. αʹ <i>-εδυσάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>-εδύσετο</i>· επίσης, Ενεργ. αόρ. βʹ <i>-έδυν</i>, παρακ. <i>-δέδῡκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βουλιάζω]], καταβυθίζομαι, περνώ από [[κάτω]], [[βουλιάζω]], βυθίζομαι από [[κάτω]], Λατ. subire, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· [[ὑποδύω]] ὑπὸ τὴν ζεύγλην, σε Ηρόδ.· ομοίως, ὑποδύομαι ὑπὸ [[τῶν]] κεραμίδων, έρπω, σέρνομαι, [[γλιστρώ]] από [[κάτω]], σε Αριστοφ.· <i>φέρει τινὰ ὑποδεδυκότα</i>, βρισκόμενος από [[κάτω]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[βάζω]] τα πόδια μου σε σανδάλια, φορώ σανδάλια, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[παριστάνω]] έναν χαρακτήρα, [[υποκρίνομαι]] ([[διότι]] το [[πρόσωπο]] του ηθοποιού, υποκριτή καλύπτονταν από [[προσωπείο]]), σε Πλάτ., Αριστ.<br /><b class="num">4.</b> με γεν., [[εξέρχομαι]] από [[κάτω]], [[εξέρχομαι]] από ένα [[μέρος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[θέτω]] τον εαυτό μου από [[κάτω]] έτσι ώστε να βαστήξω [[κάτι]], [[βαστώ]] στους ώμους μου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εισέρχομαι]], [[ξεκινώ]] εχθροπραξίες, πόλεμο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[υφίσταμαι]] κίνδυνο, [[κινδυνεύω]], με αιτ., σε Ξεν.· [[ὑποδύω]] αἰτίαν, [[βάζω]] κάποιον υπόλογο, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., [[αναλαμβάνω]] να κάνω, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για αισθήματα, [[εισέρχομαι]] [[κρυφά]] στην [[ψυχή]] κάποιου και την [[κυριεύω]], με αιτ., σε Αισχύλ.· με δοτ., πᾶσιν ὑπέδυ [[γόος]], [[θλίψη]] κατέλαβε τους πάντες, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">6.</b> απόλ., [[φεύγω]], [[στρίβω]] ή [[φεύγω]] [[κρυφά]], σε Δημ.<br /><b class="num">7.</b> απόλ., <i>ὀφθαλμοὶ ὑποδεδυκότες</i>, βαθουλωτά μάτια, σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<[[form]] [[type]]="infl"><orth [[extent]]="[[full]]" lang="greek">-[[δύνω]]</orth></[[form]]><br />A. [[ὑποδύω]]<br /><b class="num">1.</b> to put on under, κιθῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[slip]] in under, Hdt.:—also to [[assume]] [[secretly]], [[slip]] [[into]], c. acc., Hdt.:—also to [[slip]] from under, Xen.<br /><b class="num">3.</b> metaph. to [[undergo]] [[danger]], Hdt.<br />B. Mid. ὑποδύομαι fut. -[[δύσομαι]] aor1 -εδυσάμην epic 3rd sg. -εδύσετο aor.2 act. -έδυν perf. -δέδῡκα<br /><b class="num">I.</b> to go under, get under, [[sink]] [[beneath]], Lat. subire, c. acc., Od.; ὑπ. ὑπὸ τὴν ζεύγλην Hdt.:—so, ὑπ. ὑπὸ τῶν κεραμίδων to [[creep]] under, Ar.; φέρει τινὰ ὑποδεδυκότα [[underneath]] it, Ar..<br /><b class="num">2.</b> to put one's feet under a [[shoe]], to put it on, Ar.<br /><b class="num">3.</b> metaph. to put on a [[character]] ([[because]] the [[actor]]'s [[face]] was put under a [[mask]]), Plat., Arist.<br /><b class="num">4.</b> c. gen. to [[come]] from under, [[come]] [[forth]] from, Od.<br /><b class="num">II.</b> to go under so as to [[bear]], to [[bear]] on one's shoulders, Il.<br /><b class="num">2.</b> to [[enter]] [[into]] war, Hdt.<br /><b class="num">3.</b> metaph. to [[undergo]] [[danger]], c. acc., Xen.; ὑπ. αἰτίαν to make [[oneself]] [[subject]] to . . , Dem.<br /><b class="num">4.</b> c. inf. to [[undertake]] to do, Hdt.<br /><b class="num">5.</b> of feelings, to [[steal]] [[over]] one, c. acc., Aesch.:—c. dat., πᾶσιν ὑπέδυ [[γόος]] [[sorrow]] stole [[upon]] all, Od.<br /><b class="num">6.</b> absol. to [[slip]] or [[slink]] [[away]], Dem.<br /><b class="num">7.</b> absol., ὀφθαλμοὶ ὑποδεδυκότες [[sunken]] eyes, Luc.
}}
}}