Anonymous

ὑποδύω: Difference between revisions

From LSJ
3,324 bytes added ,  30 December 2018
6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑποδύω]] ΝΜΑ, και δ. τ. [[ὑποδύνω]] Α [[δύω</i> / [[δύνω]]]]<br /><b>μέσ.</b> <i>υποδύομαι</i><br />(στο [[θέατρο]]) [[υποκρίνομαι]] ορισμένο χαρακτήρα, [[παριστάνω]] ένα [[άλλο]] [[πρόσωπο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[εισέρχομαι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] με ήρεμο τρόπο<br /><b>2.</b> [[προσποιούμαι]] («εἴ τις διαπεπλάσθαι τὸν ἄνθρωπον, εἴθ' ὑποδεδυκέναι λέγοι θεόν, [[κατάκριτος]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὀφθαλμοὶ ὑποδεδυκότες» — βαθουλωμένα μάτια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φορώ]] από [[κάτω]] («κέλευε δὲ σφεας κιθῶνάς τε ὑποδύνειν τοῑσι εἵμασι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισδύω]] [[κάπου]] με κρυφό και έντεχνο τρόπο («ὑπέδυνε τῶν Ἰώνων τὴν ἡγεμονίην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> α) [[φορώ]] τα υποδήματά μου<br />β) [[έρπω]] από [[κάτω]] («ὁ ὑποδυόμενός τις οὑτοσὶ ὑπὸ τῶν κεραμίδων ἡλιαστὴς [[ὀροφίας]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br />γ) ([[απλώς]]) [[έρπω]] («θαύματα μὲν οὖν καὶ [[τότε]] ὑπεδύετο περὶ αὐτά», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) [[βαστάζω]], [[φέρω]] στους ώμους μου<br />ε) [[αναλαμβάνω]] να [[φέρω]] εις [[πέρας]] [[κάτι]] («[[πάντα]] δὲ κίνδυνον [[ἡδέως]] ὑποδύεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br />στ) [[δέχομαι]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («ὑπέδυσαν ποινὴν τῑσαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />ζ) [[φεύγω]] [[κάτω]] από [[κάτι]] («ἧττον ἄν ὑποδύοι ὁ [[ἵππος]]», <b>Ξεν.</b>)<br />η) [[φεύγω]] ήρεμα ή [[κρυφά]]<br />θ) [[υποκύπτω]], υποτάσσομαι σε [[κάτι]] («[[μηκέτι]] τὸ εἱμαρμένον ἢ παρὸν δυσχερᾱναι ἢ [[μέλλον]] ὑποδύεσθαι», Μ. Αυρ.)<br />ι) [[γλιστρώ]], [[παραπατώ]]<br />ια) <b>μτφ.</b> i) (για αισθήματα) [[εισέρχομαι]] [[κρυφά]] και [[καταλαμβάνω]] την [[ψυχή]] κάποιου<br />ii) [[κερδίζω]] την [[εύνοια]] κάποιου με επιτήδειο τρόπο («ἀπ' ἐξουσίας ὑπατικῆς αἰσχρῶς καὶ ταπεινῶς ὑποδυόμενος τὸν δῆμον», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[ὑποδύω]] ΝΜΑ, και δ. τ. [[ὑποδύνω]] Α [[δύω</i> / [[δύνω]]]]<br /><b>μέσ.</b> <i>υποδύομαι</i><br />(στο [[θέατρο]]) [[υποκρίνομαι]] ορισμένο χαρακτήρα, [[παριστάνω]] ένα [[άλλο]] [[πρόσωπο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[εισέρχομαι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] με ήρεμο τρόπο<br /><b>2.</b> [[προσποιούμαι]] («εἴ τις διαπεπλάσθαι τὸν ἄνθρωπον, εἴθ' ὑποδεδυκέναι λέγοι θεόν, [[κατάκριτος]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὀφθαλμοὶ ὑποδεδυκότες» — βαθουλωμένα μάτια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φορώ]] από [[κάτω]] («κέλευε δὲ σφεας κιθῶνάς τε ὑποδύνειν τοῑσι εἵμασι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισδύω]] [[κάπου]] με κρυφό και έντεχνο τρόπο («ὑπέδυνε τῶν Ἰώνων τὴν ἡγεμονίην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> α) [[φορώ]] τα υποδήματά μου<br />β) [[έρπω]] από [[κάτω]] («ὁ ὑποδυόμενός τις οὑτοσὶ ὑπὸ τῶν κεραμίδων ἡλιαστὴς [[ὀροφίας]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br />γ) ([[απλώς]]) [[έρπω]] («θαύματα μὲν οὖν καὶ [[τότε]] ὑπεδύετο περὶ αὐτά», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) [[βαστάζω]], [[φέρω]] στους ώμους μου<br />ε) [[αναλαμβάνω]] να [[φέρω]] εις [[πέρας]] [[κάτι]] («[[πάντα]] δὲ κίνδυνον [[ἡδέως]] ὑποδύεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br />στ) [[δέχομαι]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («ὑπέδυσαν ποινὴν τῑσαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />ζ) [[φεύγω]] [[κάτω]] από [[κάτι]] («ἧττον ἄν ὑποδύοι ὁ [[ἵππος]]», <b>Ξεν.</b>)<br />η) [[φεύγω]] ήρεμα ή [[κρυφά]]<br />θ) [[υποκύπτω]], υποτάσσομαι σε [[κάτι]] («[[μηκέτι]] τὸ εἱμαρμένον ἢ παρὸν δυσχερᾱναι ἢ [[μέλλον]] ὑποδύεσθαι», Μ. Αυρ.)<br />ι) [[γλιστρώ]], [[παραπατώ]]<br />ια) <b>μτφ.</b> i) (για αισθήματα) [[εισέρχομαι]] [[κρυφά]] και [[καταλαμβάνω]] την [[ψυχή]] κάποιου<br />ii) [[κερδίζω]] την [[εύνοια]] κάποιου με επιτήδειο τρόπο («ἀπ' ἐξουσίας ὑπατικῆς αἰσχρῶς καὶ ταπεινῶς ὑποδυόμενος τὸν δῆμον», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποδύω:''' και -[[δύνω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> φορώ [[κάτω]] από, <i>κιθῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[εισέρχομαι]] [[κάτω]] από, στον ίδ.· επίσης, [[εισέρχομαι]] [[κρυφά]], [[μυστικά]], [[πέφτω]] [[επάνω]] σε, με αιτ., στον ίδ.· επίσης, [[γλιστρώ]], [[ξεγλιστρώ]] [[κάτω]] από [[κάτι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[υφίσταμαι]] κίνδυνο, [[κινδυνεύω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., ὑποδύομαι, μέλ. -[[δύσομαι]], αόρ. αʹ <i>-εδυσάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>-εδύσετο</i>· επίσης, Ενεργ. αόρ. βʹ <i>-έδυν</i>, παρακ. <i>-δέδῡκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βουλιάζω]], καταβυθίζομαι, περνώ από [[κάτω]], [[βουλιάζω]], βυθίζομαι από [[κάτω]], Λατ. subire, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· [[ὑποδύω]] ὑπὸ τὴν ζεύγλην, σε Ηρόδ.· ομοίως, ὑποδύομαι ὑπὸ [[τῶν]] κεραμίδων, έρπω, σέρνομαι, [[γλιστρώ]] από [[κάτω]], σε Αριστοφ.· <i>φέρει τινὰ ὑποδεδυκότα</i>, βρισκόμενος από [[κάτω]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[βάζω]] τα πόδια μου σε σανδάλια, φορώ σανδάλια, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[παριστάνω]] έναν χαρακτήρα, [[υποκρίνομαι]] ([[διότι]] το [[πρόσωπο]] του ηθοποιού, υποκριτή καλύπτονταν από [[προσωπείο]]), σε Πλάτ., Αριστ.<br /><b class="num">4.</b> με γεν., [[εξέρχομαι]] από [[κάτω]], [[εξέρχομαι]] από ένα [[μέρος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[θέτω]] τον εαυτό μου από [[κάτω]] έτσι ώστε να βαστήξω [[κάτι]], [[βαστώ]] στους ώμους μου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εισέρχομαι]], [[ξεκινώ]] εχθροπραξίες, πόλεμο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[υφίσταμαι]] κίνδυνο, [[κινδυνεύω]], με αιτ., σε Ξεν.· [[ὑποδύω]] αἰτίαν, [[βάζω]] κάποιον υπόλογο, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., [[αναλαμβάνω]] να κάνω, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για αισθήματα, [[εισέρχομαι]] [[κρυφά]] στην [[ψυχή]] κάποιου και την [[κυριεύω]], με αιτ., σε Αισχύλ.· με δοτ., πᾶσιν ὑπέδυ [[γόος]], [[θλίψη]] κατέλαβε τους πάντες, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">6.</b> απόλ., [[φεύγω]], [[στρίβω]] ή [[φεύγω]] [[κρυφά]], σε Δημ.<br /><b class="num">7.</b> απόλ., <i>ὀφθαλμοὶ ὑποδεδυκότες</i>, βαθουλωτά μάτια, σε Λουκ.
}}
}}