συνηγορικός: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνηγορικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε συνήγορο ([[συνήγορος]])· <i>τὸ συνηγορικόν</i>, [[αμοιβή]] συνηγόρου, που ήταν μια [[δραχμή]] την [[ημέρα]] και δινόταν μόνον στους δημοσίους συνηγόρους, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''συνηγορικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε συνήγορο ([[συνήγορος]])· <i>τὸ συνηγορικόν</i>, [[αμοιβή]] συνηγόρου, που ήταν μια [[δραχμή]] την [[ημέρα]] και δινόταν μόνον στους δημοσίους συνηγόρους, σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συνηγορικός]], ή, όν [from [[συνηγορέω]]<br />of or for a [[συνήγορος]]:—τὸ συνηγορικόν the [[advocate]]'s fee, [[being]] a [[drachma]] per diem paid to the [[public]] συνήγοροι, Ar.
}}
}}