ἀπολυτικός: Difference between revisions

1a
(3)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπολῠτικός:''' -ή, -όν ([[ἀπολύω]]), αυτός που είναι διατεθειμένος να απαλλάξει, να αθωώσει· επίρρ., [[ἀπολυτικῶς]] ἔχειν, έχω κατά νου να απαλλάξω, να αθωώσω κάποιον, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀπολῠτικός:''' -ή, -όν ([[ἀπολύω]]), αυτός που είναι διατεθειμένος να απαλλάξει, να αθωώσει· επίρρ., [[ἀπολυτικῶς]] ἔχειν, έχω κατά νου να απαλλάξω, να αθωώσω κάποιον, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀπολύω]]<br />disposed to [[acquit]]:— adv., [[ἀπολυτικῶς]] ἔχειν τινός to be [[minded]] to [[acquit]] one, Xen.
}}
}}