ἀπρίξ: Difference between revisions

1a
(3)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπρίξ:''' επίρρ. (<i>α αθροιστικό</i> και [[πρίω]]), με [[κλειστά]], σφιγμένα τα δόντια, Λατ. [[mordicus]]· εξού, [[σταθερά]], [[σφιχτά]]· ἀπρὶξ [[συλλαβεῖν]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀπρίξ:''' επίρρ. (<i>α αθροιστικό</i> και [[πρίω]]), με [[κλειστά]], σφιγμένα τα δόντια, Λατ. [[mordicus]]· εξού, [[σταθερά]], [[σφιχτά]]· ἀπρὶξ [[συλλαβεῖν]], σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[α <i>copulat.</i>,, [[πρίω]]<br />with closed teeth, Lat. [[mordicus]]: [[hence]] [[fast]], [[tight]], ἀπρὶξ [[συλλαβεῖν]] Soph.
}}
}}