Anonymous

ἀπρίξ: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπρίξ]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[σφιχτά]], [[δυνατά]].
|mltxt=[[ἀπρίξ]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[σφιχτά]], [[δυνατά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπρίξ:''' επίρρ. (<i>α αθροιστικό</i> και [[πρίω]]), με [[κλειστά]], σφιγμένα τα δόντια, Λατ. [[mordicus]]· εξού, [[σταθερά]], [[σφιχτά]]· ἀπρὶξ [[συλλαβεῖν]], σε Σοφ.
}}
}}