οὕτως: Difference between revisions

2,291 bytes added ,  9 January 2019
1ba
(5)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὕτως:''' [[πριν]] από [[σύμφωνο]] [[οὕτω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> επίρρ. του [[οὗτος]], όπως το Λατ. sic του [[hic]], δι' [[αυτού]] του μέσου ή μ' αυτόν τον τρόπο, έτσι, [[λοιπόν]]· κανονικά, το [[οὕτως]] προηγείται και αναμένει [[απόδοση]] από το <i>ὡς</i>, όπως το Λατ. sic με το ut, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[οὕτω]] δὴ [[ἔσται]], έτσι θα γίνει [[λοιπόν]], αιτιολογώντας ό,τι έχει προηγηθεί, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· στην [[πεζογραφία]] το [[οὕτως]] μόνο του σε απαντήσεις, έτσι επίσης, έτσι ακριβώς, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> σε ευχές ή προσευχές, [[οὕτω]] [[νῦν]] [[Ζεὺς]] θείη (όπως το sic te [[diva]] regatτου Οράτ.), σε Ομήρ. Οδ.· [[οὕτως]] [[ὀναίμην]] [[τῶν]] τέκνων, <i>[[μισώ]] τον άνδρα</i> (όπως στην Αγγλική so help me God), σε Αριστοφ.· [[οὕτω]] νομιζοίμην [[σοφός]]..., στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> ξεκινώτας μια [[αφήγηση]], [[οὕτω]] ποτ' ἦν [[μῦς]] καὶ [[γαλῆ]], έτσι μια [[φορά]] κι έναν καιρό..., στον ίδ.· ἦνοὕτω δὴ [[παῖς]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> [[οὕτως]] ἔχειν, [[οὕτως]] ἔχειν τινός, βλ. [[ἔχω]] Β. II. 2· το <i>ἔχειν</i> μερικές φορές παραλείπεται, τούτων μὲν [[οὕτω]], έτσι, τόσο ως προς αυτό, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">5.</b> εἰς [[τοῦτο]], [[οὕτω]] τάρβους, σε τέτοιο [[σημείο]] τρόμου, σε Ευρ.<br /><b class="num">6.</b> το [[οὕτω]] ή το [[οὕτω]] δή, εισάγουν την [[απόδοση]] μιας δευτερεύουσας πρότασης, [[ἐπειδὴ]] περιελήλυθε ὁ [[πόλεμος]], [[οὕτω]] δὴ Γέλωνος [[μνῆστις]] γέγονε, σε Ηρόδ.· [[μετά]] από μτχ., <i>ἐν κλιβάνῳ πνίξαντες</i>, [[οὕτω]] τρώγουσι, δηλ. [[ἐπειδὴ]] ἔπνιξαν [[οὕτω]]..., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως συμπερασματικό, Λατ. [[itaque]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> με επίθ. ή επίρρ., τόσο, τόσο [[πολύ]], τόσο μεγάλο· καλὸς [[οὕτω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[πρυμνόθεν]] [[οὕτως]], τόσο πλήρως, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">IV.</b>όπως το [[αὕτως]], με μειωμένη ισχύ, έτσι, [[απλώς]] έτσι, [[απλώς]], όπως το Λατ. sic, μὰψ [[οὕτως]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[οὕτω]] πίνοντας πρὸς ἡδονήν (όπως το jacentes sic tempere του Οράτ.), σε Πλάτ.· επίσης, [[παρευθύς]], [[αμέσως]], στον ίδ.· οὐ... [[οὕτως]] ἄπει = [[impune]], σε Ευρ.
|lsmtext='''οὕτως:''' [[πριν]] από [[σύμφωνο]] [[οὕτω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> επίρρ. του [[οὗτος]], όπως το Λατ. sic του [[hic]], δι' [[αυτού]] του μέσου ή μ' αυτόν τον τρόπο, έτσι, [[λοιπόν]]· κανονικά, το [[οὕτως]] προηγείται και αναμένει [[απόδοση]] από το <i>ὡς</i>, όπως το Λατ. sic με το ut, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[οὕτω]] δὴ [[ἔσται]], έτσι θα γίνει [[λοιπόν]], αιτιολογώντας ό,τι έχει προηγηθεί, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· στην [[πεζογραφία]] το [[οὕτως]] μόνο του σε απαντήσεις, έτσι επίσης, έτσι ακριβώς, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> σε ευχές ή προσευχές, [[οὕτω]] [[νῦν]] [[Ζεὺς]] θείη (όπως το sic te [[diva]] regatτου Οράτ.), σε Ομήρ. Οδ.· [[οὕτως]] [[ὀναίμην]] [[τῶν]] τέκνων, <i>[[μισώ]] τον άνδρα</i> (όπως στην Αγγλική so help me God), σε Αριστοφ.· [[οὕτω]] νομιζοίμην [[σοφός]]..., στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> ξεκινώτας μια [[αφήγηση]], [[οὕτω]] ποτ' ἦν [[μῦς]] καὶ [[γαλῆ]], έτσι μια [[φορά]] κι έναν καιρό..., στον ίδ.· ἦνοὕτω δὴ [[παῖς]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> [[οὕτως]] ἔχειν, [[οὕτως]] ἔχειν τινός, βλ. [[ἔχω]] Β. II. 2· το <i>ἔχειν</i> μερικές φορές παραλείπεται, τούτων μὲν [[οὕτω]], έτσι, τόσο ως προς αυτό, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">5.</b> εἰς [[τοῦτο]], [[οὕτω]] τάρβους, σε τέτοιο [[σημείο]] τρόμου, σε Ευρ.<br /><b class="num">6.</b> το [[οὕτω]] ή το [[οὕτω]] δή, εισάγουν την [[απόδοση]] μιας δευτερεύουσας πρότασης, [[ἐπειδὴ]] περιελήλυθε ὁ [[πόλεμος]], [[οὕτω]] δὴ Γέλωνος [[μνῆστις]] γέγονε, σε Ηρόδ.· [[μετά]] από μτχ., <i>ἐν κλιβάνῳ πνίξαντες</i>, [[οὕτω]] τρώγουσι, δηλ. [[ἐπειδὴ]] ἔπνιξαν [[οὕτω]]..., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως συμπερασματικό, Λατ. [[itaque]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> με επίθ. ή επίρρ., τόσο, τόσο [[πολύ]], τόσο μεγάλο· καλὸς [[οὕτω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[πρυμνόθεν]] [[οὕτως]], τόσο πλήρως, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">IV.</b>όπως το [[αὕτως]], με μειωμένη ισχύ, έτσι, [[απλώς]] έτσι, [[απλώς]], όπως το Λατ. sic, μὰψ [[οὕτως]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[οὕτω]] πίνοντας πρὸς ἡδονήν (όπως το jacentes sic tempere του Οράτ.), σε Πλάτ.· επίσης, [[παρευθύς]], [[αμέσως]], στον ίδ.· οὐ... [[οὕτως]] ἄπει = [[impune]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[adverb of [[οὗτος]], as Lat. sic of hic]<br /><b class="num">I.</b> in [[this]] way or [[manner]], so, [[thus]]:—[[properly]], [[οὕτως]] is antec. to ὡς, as Lat. sic to ut, Hom., etc.; [[οὕτω]] δὴ [[ἔσται]] so it shall be, ratifying [[what]] goes [[before]], Od., etc.:—in Prose [[οὕτως]] [[alone]] in answers, [[even]] so, [[just]] so, Xen.<br /><b class="num">2.</b> in wishes or prayers, [[οὕτω]] νῦν [[Ζεὺς]] θείη (as Hor. sic te [[diva]] regat), Od.; [[οὕτως]] [[ὀναίμην]] τῶν τέκνων, μισῶ τὸν ἄνδρα (as in Engl., so [[help]] me God), Ar.; [[οὕτω]] νομιζοίμην [[σοφός]] . . Ar.<br /><b class="num">3.</b> [[beginning]] a [[story]], [[οὕτω]] ποτ' ἦν μῦς καὶ [[γαλῆ]] so [[once]] [[upon]] a [[time]] . . , Ar.; ἦν [[οὕτω]] δὴ [[παῖς]] Plat.<br /><b class="num">4.</b> [[οὕτως]] ἔχειν, [[οὕτως]] ἔχειν τινός, v. ἔχω B. II. 2; ἔχειν is [[sometimes]] omitted, τούτων μὲν [[οὕτω]] so [[much]] for [[this]], Aesch.<br /><b class="num">5.</b> = εἰς [[τοῦτο]], [[οὕτω]] τάρβους to [[such]] a [[pitch]] of [[terror]], Eur.<br /><b class="num">6.</b> [[οὕτω]], or [[οὕτω]] δή, introduces the [[apodosis]] [[after]] a [[protasis]], [[ἐπειδὴ]] περιελήλυθε ὁ [[πόλεμος]], [[οὕτω]] δὴ Γέλωνος [[μνῆστις]] γέγονε Hdt.:— [[after]] participles, ἐν κλιβάνῳ πνίξαντες, [[οὕτω]] τρώγουσι, i. e. [[ἐπειδὴ]] ἔπνιξαν, [[οὕτω]] . . , Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[inferential]] Lat. [[itaque]], Soph., Plat.<br /><b class="num">III.</b> with an adj. or adv. so, so [[much]], so [[very]], καλὸς [[οὕτω]] Il.; [[πρυμνόθεν]] [[οὕτως]] so [[entirely]], Aesch.<br /><b class="num">IV.</b> like [[αὔτως]], with a diminishing [[power]], so, [[merely]] so, [[simply]], like Lat. sic, μὰψ [[οὕτως]] Il.; [[οὕτω]] πίνοντας πρὸς ἡδονήν (as Hor. jacentes sic [[temere]]), Plat.; also off-[[hand]], at [[once]], Plat.; οὐ .. [[οὕτως]] ἄπει = [[impune]], Eur.
}}
}}