δήπου: Difference between revisions

1a
(3)
(1a)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δήπου:''' ή [[δήπου]], αόρ. επίρρ., ίσως, πιθανόν, μπορεί, σε Ομήρ. Ιλ.· στους Αττ., αναμφίβολα, βέβαια, [[φυσικά]], Λατ. [[scilicet]]· οὐ [[δήπου]] τλητόν, σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[συχνά]] στις φράσεις, [[ἴστε]] γὰρ [[δή που]], μέμνησθε γὰρ [[δή που]], σε Δημ.· επίσης, ως ερωτημ., υποδηλώνοντας καταφατική [[απάντηση]], τὴν αἰχμάλωτον κάτοισθα [[δή που]]; [[παίρνω]] ως δεδομένο ότι ξέρεις, σε Σοφ.
|lsmtext='''δήπου:''' ή [[δήπου]], αόρ. επίρρ., ίσως, πιθανόν, μπορεί, σε Ομήρ. Ιλ.· στους Αττ., αναμφίβολα, βέβαια, [[φυσικά]], Λατ. [[scilicet]]· οὐ [[δήπου]] τλητόν, σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[συχνά]] στις φράσεις, [[ἴστε]] γὰρ [[δή που]], μέμνησθε γὰρ [[δή που]], σε Δημ.· επίσης, ως ερωτημ., υποδηλώνοντας καταφατική [[απάντηση]], τὴν αἰχμάλωτον κάτοισθα [[δή που]]; [[παίρνω]] ως δεδομένο ότι ξέρεις, σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[δή, που]<br />[[perhaps]], it may be, Il.; in [[attic]] [[doubtless]], I [[suppose]], I [[presume]], of [[course]], Lat. [[scilicet]], οὐ [[δήπου]] τλητόν Aesch., etc.: often in phrases, [[ἴστε]] γὰρ [[δή που]], μέμνησθε γὰρ [[δή που]] Dem.; so, as interrog. implying an [[affirm]]. [[answer]], τὴν αἰχμάλωτον κάτοισθα [[δή που]]; I [[presume]] you [[know]], Soph.
}}
}}