3,274,447
edits
(3) |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δήπου:''' ή [[δήπου]], αόρ. επίρρ., ίσως, πιθανόν, μπορεί, σε Ομήρ. Ιλ.· στους Αττ., αναμφίβολα, βέβαια, [[φυσικά]], Λατ. [[scilicet]]· οὐ [[δήπου]] τλητόν, σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[συχνά]] στις φράσεις, [[ἴστε]] γὰρ [[δή που]], μέμνησθε γὰρ [[δή που]], σε Δημ.· επίσης, ως ερωτημ., υποδηλώνοντας καταφατική [[απάντηση]], τὴν αἰχμάλωτον κάτοισθα [[δή που]]; [[παίρνω]] ως δεδομένο ότι ξέρεις, σε Σοφ. | |lsmtext='''δήπου:''' ή [[δήπου]], αόρ. επίρρ., ίσως, πιθανόν, μπορεί, σε Ομήρ. Ιλ.· στους Αττ., αναμφίβολα, βέβαια, [[φυσικά]], Λατ. [[scilicet]]· οὐ [[δήπου]] τλητόν, σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[συχνά]] στις φράσεις, [[ἴστε]] γὰρ [[δή που]], μέμνησθε γὰρ [[δή που]], σε Δημ.· επίσης, ως ερωτημ., υποδηλώνοντας καταφατική [[απάντηση]], τὴν αἰχμάλωτον κάτοισθα [[δή που]]; [[παίρνω]] ως δεδομένο ότι ξέρεις, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[δή, που]<br />[[perhaps]], it may be, Il.; in [[attic]] [[doubtless]], I [[suppose]], I [[presume]], of [[course]], Lat. [[scilicet]], οὐ [[δήπου]] τλητόν Aesch., etc.: often in phrases, [[ἴστε]] γὰρ [[δή που]], μέμνησθε γὰρ [[δή που]] Dem.; so, as interrog. implying an [[affirm]]. [[answer]], τὴν αἰχμάλωτον κάτοισθα [[δή που]]; I [[presume]] you [[know]], Soph. | |||
}} | }} |