διεκδύομαι: Difference between revisions

1a
m (Text replacement - "˙" to "·")
(1a)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διεκδύομαι:''' αόρ. βʹ <i>διεξέδυν</i>, [[ξεγλιστρώ]] [[ανάμεσα]], με αιτ., σε Πλούτ.
|lsmtext='''διεκδύομαι:''' αόρ. βʹ <i>διεξέδυν</i>, [[ξεγλιστρώ]] [[ανάμεσα]], με αιτ., σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor2 διεξέδυν<br />to [[slip]] out [[through]], c. acc., Plut.
}}
}}