διεκδύομαι
From LSJ
Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft
English (LSJ)
aor. διεξέδυν (but διεκδύσαι· ἀποδρᾶσαι, Hsch.), slip out through, Hp.Morb.Sacr.7; δ. τὸν ὄχλον Plu.Tim.10: abs., prob. in Id.Pel.17.
Spanish (DGE)
huir εὐμαρῶς διεκδύσεται Ph.1.471.
Greek (Liddell-Scott)
διεκδύομαι: ἀόρ. διεξέδυν· - ἐξολισθαίνω διά τινος, Ἱππ. 305. 52· δ. τὸν ὄχλον Πλούτ. Τιμολ. 10.
Greek Monotonic
διεκδύομαι: αόρ. βʹ διεξέδυν, ξεγλιστρώ ανάμεσα, με αιτ., σε Πλούτ.