δορίπονος: Difference between revisions

1ab
(4)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δορίπονος:''' -ον, αυτός που υφίσταται κακουχίες από το [[δόρυ]], δηλ. από τον πόλεμο, σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''δορίπονος:''' -ον, αυτός που υφίσταται κακουχίες από το [[δόρυ]], δηλ. από τον πόλεμο, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δορί]]-πονος, ον <i>adj</i><br />toiling with the [[spear]], Aesch., Eur.
}}
}}