ἐπηλυγάζω: Difference between revisions

1ab
(4)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπηλῠγάζω:''' ([[ἠλύγη]]), [[επισκιάζω]] — Μέσ., <i>τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζεσθαι</i>, [[επισκιάζω]] (δηλ. [[κρύβω]], [[αποκρύπτω]], [[καταχωνιάζω]], [[συγκαλύπτω]]) το δικό μου, τον προσωπικό μου φόβο εξαιτίας των άλλων, σε Θουκ.· <i>ἐπηλυγάζεσθαί τινα</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐπηλῠγάζω:''' ([[ἠλύγη]]), [[επισκιάζω]] — Μέσ., <i>τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζεσθαι</i>, [[επισκιάζω]] (δηλ. [[κρύβω]], [[αποκρύπτω]], [[καταχωνιάζω]], [[συγκαλύπτω]]) το δικό μου, τον προσωπικό μου φόβο εξαιτίας των άλλων, σε Θουκ.· <i>ἐπηλυγάζεσθαί τινα</i>, σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἠλύγη]]<br />to [[overshadow]]:—Mid., τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζεσθαι to [[throw]] a [[shade]] [[over]] (i. e. [[conceal]]) one's own [[fear]] by that of others, Thuc.; ἐπηλυγάζεσθαί τινα to put him as a [[screen]] [[before]] one, Plat.
}}
}}