3,277,055
edits
(4) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπηλῠγάζω:''' ([[ἠλύγη]]), [[επισκιάζω]] — Μέσ., <i>τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζεσθαι</i>, [[επισκιάζω]] (δηλ. [[κρύβω]], [[αποκρύπτω]], [[καταχωνιάζω]], [[συγκαλύπτω]]) το δικό μου, τον προσωπικό μου φόβο εξαιτίας των άλλων, σε Θουκ.· <i>ἐπηλυγάζεσθαί τινα</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἐπηλῠγάζω:''' ([[ἠλύγη]]), [[επισκιάζω]] — Μέσ., <i>τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζεσθαι</i>, [[επισκιάζω]] (δηλ. [[κρύβω]], [[αποκρύπτω]], [[καταχωνιάζω]], [[συγκαλύπτω]]) το δικό μου, τον προσωπικό μου φόβο εξαιτίας των άλλων, σε Θουκ.· <i>ἐπηλυγάζεσθαί τινα</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἠλύγη]]<br />to [[overshadow]]:—Mid., τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζεσθαι to [[throw]] a [[shade]] [[over]] (i. e. [[conceal]]) one's own [[fear]] by that of others, Thuc.; ἐπηλυγάζεσθαί τινα to put him as a [[screen]] [[before]] one, Plat. | |||
}} | }} |