εὐάντυξ: Difference between revisions

1ab
(4)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐάντυξ:''' -ῠγος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[ωραίο]] θόλο, όμορφη [[καμάρα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐάντυξ:''' -ῠγος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[ωραίο]] θόλο, όμορφη [[καμάρα]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-άντυξ, ῠγος, ὁ, ἡ,<br />[[finely]] [[vaulted]], Anth.
}}
}}