Anonymous

εὐάντυξ: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐάντυξ]] (-υγος), ὁ, ἡ (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[οικοδόμημα]]) αυτός που έχει [[ωραίο]] θόλο<br /><b>αρχ.</b><br />(για τροχούς άρματος) αυτός που έχει καλήν άντυγα, καλόν άξονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άντυξ]], -<i>γος</i>].
|mltxt=[[εὐάντυξ]] (-υγος), ὁ, ἡ (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[οικοδόμημα]]) αυτός που έχει [[ωραίο]] θόλο<br /><b>αρχ.</b><br />(για τροχούς άρματος) αυτός που έχει καλήν άντυγα, καλόν άξονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άντυξ]], -<i>γος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐάντυξ:''' -ῠγος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[ωραίο]] θόλο, όμορφη [[καμάρα]], σε Ανθ.
}}
}}