θηρόθυμος: Difference between revisions

1ab
(4)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θηρόθῡμος:''' -ον, αυτός που έχει άγριο [[πνεύμα]], [[θηριώδης]], σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θηρόθῡμος:''' -ον, αυτός που έχει άγριο [[πνεύμα]], [[θηριώδης]], σε Ανθ. Π.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θηρό-θῡμος, ον<br />with [[brutal]] [[mind]], [[brutal]], Anth.
}}
}}