θηρόθυμος
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
θηρόθυμον, with brutal mind, brutal, APl.3.25 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux sentiments farouches.
Étymologie: θήρ, θυμός.
Greek (Liddell-Scott)
θηρόθῡμος: -ον, ἔχων ψυχὴν θηρίου, θηριώδης, Ἀνθ. Πλαν. 3. 25.
Greek Monolingual
θηρόθυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ψυχή θηρίου, θηριώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -θυμος (< θυμός), πρβλ. δύσθυμος, οξύθυμος].
Greek Monotonic
θηρόθῡμος: -ον, αυτός που έχει άγριο πνεύμα, θηριώδης, σε Ανθ. Π.